Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ - ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ - ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΕΝΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ - ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΕΡΑΣΤΕΣ

ΕΝΟΤΗΤΑ: "Ανατομία ενός Εγκλήματος"

Κείμενο

Φίλοι και Εραστές

Εισαγωγικό σημείωμα
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Θοδωρή Καλλιφατίδη (1938) «Φίλοι και Εραστές» με πρωταγωνιστή τον Γκεόργκ Αντρέασον, διευθυντή του Γραφείου Πολιτισμού στη Σουηδία. Η ιστορία ξεκινά ένα απόγευμα του Φεβρουαρίου στη Στοκχόλμη το 2006 και ο αφηγητής βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τη σύγχρονη Σουηδία και τη σχέση του ανθρώπου με τους γύρω του και με τον εαυτό του.

   Ο Γκέοργκ προτίμησε να γυρίσει σπίτι του με τα πόδια. Πέρασε μέσα από το πάρκο που κάποτε ήταν βασιλικός κήπος. Ένας μοναχικός παγοδρόμος έκανε κύκλους πάνω στην πίστα με δαιμονισμένη ταχύτητα σαν να προσπαθούσε να γλιτώσει από τη σκιά του.
   Το παλιό γεφύρι που ενώνει το παλάτι με τον κήπο το είχαν κατασκευάσει Ρώσοι αιχμάλωτοι –όταν η Σουηδία ακόμα θεωρείτο μεγάλη δύναμη και βρισκόταν διαρκώς σε εμπόλεμη κατάσταση, ειδικά επί βασιλείας του Καρόλου του Δωδέκατου, που ήταν αγύριστο κεφάλι και είχε να αντιμετωπίσει από την άλλη μεριά τον Μεγάλο Πέτρο της Ρωσίας. Τελικά πιο κερδισμένος βγήκε ο Πέτρος, ενώ ο Κάρολος έπεσε προσπαθώντας να κυριεύσει μια ασήμαντη πόλη στη Νορβηγία και από τότε υπήρχε η φήμη ότι τον έφαγαν οι δικοί του. Σε μια από τις επιτροπές που ο Γκεόργκ ήταν μέλος είχε κατατεθεί αίτηση να ανοιχτεί ο τάφος του για να επανεξεταστεί με πιο σύγχρονες μεθόδους η τρύπα που είχε κάνει το βλήμα στο κεφάλι του.
   «Τι τραβάμε», μουρμούρισε κοιτάζοντας το γεφύρι, που αισθητικά ήταν το πιο ασήμαντο της πόλης, μα εκείνη τη στιγμή, χαμένο μέσα στην ομίχλη, φαινόταν να αιωρείται, αποκτώντας έτσι μιαν εφήμερη ομορφιά.
   Στην αποβάθρα του Grand Hotel τα φωτισμένα πλοία αντικατοπτρίζονταν στο σκοτεινό νερό όπως και το ολόφωτο ξενοδοχείο. Στάθηκε κάμποσο χαζεύοντας, ενώ στο μυαλό του στριφογύριζαν ένα σωρό σκέψεις σαν χρυσά ψαράκια σε ενυδρείο.
   Σκεφτόταν τι καταδίκη ήταν να καθρεπτίζεις τα πάντα. Ο Νάρκισσος κοιτούσε τον εαυτό του στο νερό και τιμωρήθηκε. Μα ποιος νοιάζεται για τον καθρέπτη; Να μην μπορείς να κρατήσεις ούτε την παραμικρή εικόνα για λογαριασμό σου, αλλά να τις γυρίζεις όλες πίσω.
   Φτάνοντας στην πλατεία Slussen τον περίμενε το συνηθισμένο νυχτερινό θέαμα. Άστεγοι, παρέες από επιθετικούς νεαρούς που γύρευαν καβγά, μεθυσμένοι που κατουρούσαν όπου έβρισκαν, η μπόχα από τα δημόσια ουρητήρια, πάντα κατειλημμένα, γιατί κάποιος άστεγος κοιμόταν εκεί μέσα. Τον έπνιγε αυτή η πλατεία. Ήταν η χολή της πόλης, εκρηκτική και ανυπολόγιστη σαν διάρροια. Κάθε φορά που περνούσε, γέμιζε αγωνία. Δεν είχε λόγια να την περιγράψει, και αυτό ήταν το χειρότερο.
   Γι’ αυτό αισθάνθηκε πολύ καλύτερα όταν έφτασε στο ύψωμα της Horngatan με τις γκαλερί, τα καταστήματα λαϊκής τέχνης και τις αντίκες, τα κοσμηματοπωλεία και εκείνο το υπέροχο μαγαζί που έφερνε είδη τσαγιού από όλο τον κόσμο και ήταν το αγαπημένο της Μάργιας. Στη γωνία ήταν η ευχάριστη παμπ Black & Brown, πάντα γεμάτη κόσμο. Στον ένα τοίχο της κρεμόταν η φωτογραφία του τελευταίου μεγάλου συγγραφέα της εργατικής τάξης, ο οποίος συνήθιζε να κάθεται μ’ ένα ποτήρι κρασί δίπλα στο παράθυρο κοιτάζοντας τα κορίτσια που περνούσαν απέξω και οι λεπτές μέσες τους έκαναν τα μάτια του να δακρύζουν.
   Ο Γκεόργκ ήταν φυσικά μέλος της επιτροπής που απένειμε ένα βραβείο στο όνομά του. Άλλη μια ασχολία που του έτρωγε χρόνο, που δεν τον άφηνε να γράψει τα δικά του. Θα ξανάγραφε άραγε κάποτε κάτι της προκοπής;
   Στον κινηματογράφο της πλατείας είχε πρεμιέρα, η είσοδος ήταν κατάφωτη και δύο φωτογράφοι τουρτούριζαν στην παγωμένη υγρασία περιμένοντας την υποχρεωτική δεξίωση μετά την προβολή.
   Στη γωνία του κτηρίου βρισκόταν ένα από τα πιο συμπαθητικά βιβλιοπωλεία, το μόνο στο οποίο έβρισκες παλιές ποιητικές συλλογές. Ακόμα και τη δική του είχαν. Η ιδιοκτήτρια –γνωστή του κι εκείνη– πάντα την έβαζε στη βιτρίνα με μια φωτογραφία του από κείνα τα χρόνια. Τι είναι τελικά τόσο σπουδαίο με τα νιάτα; Σαν ηλίθιος φαινόταν. Στα πενήντα πέντε ήταν πολύ καλύτερος, αν και με κοιλίτσα, πάντως το πρόσωπο ήταν ωριμότερο, πιο ελκυστικό και δεν είχε φαλάκρα. Το πολύ σαραντάρης φαινόταν.
   –Ε, παππού, έχεις λεφτά;
   Κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο για ερώτηση.
   Πέντε αγόρια ξεφύτρωσαν από την ομίχλη και τον περικύκλωσαν. Φορούσαν πέτσινα μπουφάν, στολισμένα με καρφιά, ανοιχτά στο λαιμό, και γάντια σαν τους ποδηλάτες, με μισά δάχτυλα. «Δεν κρυώνουν;» σκέφτηκε. Το αγόρι που είχε κάνει την ερώτηση πήγε ένα βήμα πιο κοντά και οι ματιές τους συναντήθηκαν.Του παιδιού ήταν ρηχή, σαν φιδιού.
   –Τι είπες;
   –Άκουσες τι είπα.
   Ο Γκεόργκ κοίταξε γύρω του. Ήταν πενήντα μόνο μέτρα από τον κινηματογράφο μα δεν θα προλάβαινε.
   –Μπορώ να σας δώσω ένα κατοστάρικο.
   Ο άλλος δεν είπε τίποτα, μόνο άπλωσε το χέρι του.
   Ήταν ανάγκη να αποφασίσει γρήγορα τι έπρεπε να κάνει. Τολμούσε να βγάλει το πορτοφόλι μπροστά τους; Άλλη επιλογή δεν είχε, έβγαλε ένα χαρτονόμισμα δίχως καν να κοιτάξει τι ήταν και το έδωσε στο παιδί, ενώ ταυτόχρονα του είπε καθησυχαστικά.
   –Εντάξει είναι όλα, μην ανησυχείς.
   Το αγόρι πήρε τα λεφτά, η παρέα του το διασκέδαζε, σκέφτηκαν για μια στιγμή να ρίξουν στον κωλόγερο μερικές μπουνιές, μα βαρέθηκαν και εξαφανίστηκαν μέσα στην ομίχλη.
   Ο Γκεόργκ δεν έκανε βήμα. Τα πόδια του έτρεμαν, η καρδιά του χτυπούσε να σπάσει, ο φόβος ήταν τόσο μεγάλος, που ούτε καν τόλμησε να καλέσει βοήθεια, δεν ήθελε να τους ερεθίσει, καλύτερα που έκανε σαν νικημένο σκυλί, τους έδειξε την αδυναμία του και τον άφησαν σώο. Τα μάγουλα έκαιγαν από ντροπή για τη δειλία του. Να μην πει ούτε λέξη, να τους δώσει τα λεφτά του σαν να τους τα χρωστούσε!
   Το διαμέρισμά του ήταν διακόσια μέτρα πιο πέρα. Σιγά σιγά έφτασε και μπαίνοντας έπεσε στον καναπέ εντελώς εξαντλημένος. Δεν υπήρχε κανένας να πει μια κουβέντα. Δηλαδή δεν υπήρχε η Μάργια, που ήταν στο νοσοκομείο και μακάρι να κοιμόταν.
   Μόνο ένα μπορούσε να κάνει και το έκανε. Ξάπλωσε στο διπλό κρεβάτι, που στα μαξιλάρια και στα σεντόνια κρατούσε ακόμα το άρωμά της. Ηρέμησε κάπως. Πώς έγιναν έτσι αυτά τα παιδιά; Δεν είχαν γονείς; Πώς αποκτάς τέτοιο βλέμμα στα δεκάξι σου; Εκείνα τα μάτια τον είχαν πανικοβάλει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Για μια στιγμή ήταν βέβαιος ότι θα τον κακοποιούσαν, έτσι για πλάκα, για να ‘χουν κάτι να λένε μεταξύ τους.
   Συχνά διάβαζε στις εφημερίδες για τέτοια περιστατικά μα τα αγνοούσε, τα θεωρούσε κινδυνολογία για να πουλούν φύλλα. Άγνωστες ασθένειες, κρυφοί κίνδυνοι, η καταστροφή του περιβάλλοντος, τα χάλια των σχολείων, η έλλειψη ήθους δεν ήταν ειδήσεις, ήταν συνταγές για μεγαλύτερες πωλήσεις. Δεν το έπαιρνε στα σοβαρά. Μέχρι τη στιγμή που ο ίδιος στεκόταν τρέμοντας περικυκλωμένος από πέντε αγόρια δίχως να ξέρει τι κουβαλούσαν μαζί τους. Τσεκούρια, μαχαίρια, αλυσίδες; Ο φόβος και η αδυναμία τον ταπείνωναν. Θα μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν μαζί του.
   Στριφογύρισε στο κρεβάτι κάμποση ώρα ώσπου η κούραση, το κρασί και το άρωμα της Μάργιας πήραν το πάνω χέρι και αποκοιμήθηκε σαν μικρό παιδί με τα χέρια ανάμεσα στα πόδια του.
   Η νύχτα δεν ήταν ήσυχη. Τα άδεια μάτια του αγοριού τρομοκρατούσαν τα όνειρά του και τον ξυπνούσαν κάθε τόσο.
   «Ό,τι δε σε πεθαίνει, σε κάνει πιο δυνατό» είχε πει κάποιος.
   Ο Γκεόργκ όμως ήξερε καλύτερα.
   «Ό,τι δε σε πεθαίνει σήμερα, σε πεθαίνει αύριο».
   Τελικά ήταν μια λύτρωση όταν άκουσε τα βήματα του διανομέα πρωινών εφημερίδων να πλησιάζουν την πόρτα του και την εφημερίδα να γλιστράει μέσα από τη θυρίδα.
 
Καλλιφατίδης, Θ. (2009). Φίλοι και Εραστές. Αθήνα: Γαβριηλίδης. 35-40.
 (Νεοελληνική Γλώσσα Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ -Φάκελος Υλικού για τους μαθητές -2019)
 
.............................
Βιογραφικό σημείωμα:

ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ (1938) 

Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης γεννήθηκε στους Μολάους Λακωνίας το 1938. Γιος δασκάλου από τον Πόντο, ήρθε στην Αθήνα το 1046 και αποφοίτησε από το πέμπτο γυμνάσιο αρρένων. Σπούδασε στη σχολή του Καρόλου Κουν και μετά τη στρατιωτική του θητεία εγκαταστάθηκε στη Σουηδία. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και δίδαξε αργότερα στην ίδια σχολή. Επί τέσσερα χρόνια διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό «Μπόνιερς Λιττερέρα Μαγκαζίν». Από το 1976 ζει αποκλειστικά από το γράψιμο. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, ταξιδιωτικά δοκίμια, θεατρικά έργα· έχει γράψει σενάρια για τον κινηματογράφο και έχει σκηνοθετήσει μια ταινία. Έχει τιμηθεί με σημαντικά διεθνή βραβεία για το έργο του και σχεδόν όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν σε είκοσι γλώσσες.

Έργα:

(2018) Δύο διηγήματα: Νεκρολογία σε ντο ελάσσον. Ενοικιάζεται το έκτο πάτωμα, Γαβριηλίδης
(2016) Μια ζωή ακόμα, Γαβριηλίδης
(2015) Πάντα θα επιστρέφω, Γαβριηλίδης
(2013) Γράμματα στην κόρη μου, Γαβριηλίδης
(2012) Τα περασμένα δεν είναι όνειρο, Γαβριηλίδης
(2011) Ο Άγιος Ηρακλής, Γαβριηλίδης
(2009) Φίλοι και εραστές, Γαβριηλίδης
(2007) Μητέρες και γιοί, Γαβριηλίδης
(2006) Στο βλέμμα της, Γαβριηλίδης
(2004) Αγάπη, Γαβριηλίδης
(2004) Η Όλγα της αγάπης, Γαβριηλίδης
(2003) Ένα απλό έγκλημα, Γαβριηλίδης
(2003) Ο έκτος επιβάτης, Γαβριηλίδης
(2002) Μια νέα πατρίδα έξω απ' το παράθυρό μου, Γαβριηλίδης
(2000) Στο φως του Βορρά, Γαβριηλίδης
(1998) Οι εφτά ώρες στον παράδεισο, Γαβριηλίδης
(1997) Ποια είναι η Γαβριέλα Όρλοβα;, Γαβριηλίδης
(1996) Το τελευταίο τριαντάφυλλο, Γαβριηλίδης
(1995) Μια μέρα στην Αθήνα, Κάκτος
(1994) Τιμάνδρα, Γαβριηλίδης

Μεταφράσεις:

(1989) Bergman, Ingmar, 1918-2007, Η μαγική κάμερα, Κάκτος

  Πηγή: Βιβλιοnet



ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΘΕΜΑ Γ΄:
1) Ποιο πιστεύετε πως είναι το κύριο θέμα του αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Θ. Καλλιφατίδη; Πώς αναδεικνύεται μέσα από την παρουσίαση του κεντρικού ήρωα και της κατάστασής του, ειδικά μετά από το περιστατικό που αντιμετώπισε; (Μονάδες 15)

2) Ποια συναισθήματα αναφύονται μέσα στην ψυχή του ήρωα μετά το περιστατικό της επίθεσης που δέχτηκε; Πιστεύετε πως οι αντιλήψεις του και η εικόνα που είχε για τον κόσμο άλλαξε; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με αναφορές σε χωρία από το κείμενο. (Μονάδες 15)

3) Να αναφέρετε πέντε μέρη που συναντά ο κεντρικός ήρωας κατά τη διάρκεια της απογευματινής του βόλτας στην πόλη, επιστρέφοντας προς το σπίτι του. Η αναφορά στα μέρη αυτά μάς επιτρέπει να καταλάβουμε κάποια πράγματα για τον κεντρικό ήρωα και την ιδιότητά του ως διευθυντή του Γραφείου Πολιτισμού στη Σουηδία; (Μονάδες 15)

4) Σε τι εξυπηρετεί η επιλογή του συγγραφέα να περιγράψει τα μέρη, τα οποία συναντά ο Γκεόργκ κατά τη διάρκεια της απογευματινής του βόλτας, ενώ επιστρέφει στο σπίτι του;  (Μονάδες 15)

5) Να σχολιάσετε την αντίθεση ανάμεσα στην εικόνα που παρουσιάζει η πλατεία Slussen και στην εικόνα που παρουσιάζει το ύψωμα της Horngatan σε σχέση με τα συναισθήματα του κεντρικού ήρωα, αλλά και την πραγματικότητα που παρουσιάζουν οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις. (Μονάδες 15)

6) Πώς παρουσιάζονται από το συγγραφέα οι νέοι που επιτίθενται στον κεντρικό ήρωα; Ποια συναισθήματα και ποιους φόβους του δημιουργεί η εικόνα τους; (Μονάδες 15)

7)  «Ό,τι δε σε πεθαίνει, σε κάνει πιο δυνατό» είχε πει κάποιος.
   Ο Γκεόργκ όμως ήξερε καλύτερα.
   «Ό,τι δε σε πεθαίνει σήμερα, σε πεθαίνει αύριο»”.

Να σχολιάσετε τη φράση του Γκεόργκ. Σε ποιες σκέψεις και προβληματισμούς σας βάζει για την ψυχολογική και συναισθηματική κατάσταση του ήρωα μετά την επίθεση που δέχτηκε; (Μονάδες 15)

8) Στο κείμενο αξιοποιείται η τεχνική του εσωτερικού μονολόγου. Με δεδομένο ότι ο εσωτερικός μονόλογος αποτελεί μια αφηγηματική τεχνική που φέρνει στην επιφάνεια μια αδιάκοπη ροή εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών και εντυπώσεων, γιατί, κατά τη γνώμη σας, επιλέγεται αυτός ο αφηγηματικός τρόπος σε κάποια σημεία του κειμένου; Να εντοπίσετε ένα ενδεικτικό χωρίο, όπου καταγράφεται η ροή των σκέψεων, των αναμνήσεων ή των προβληματισμών του κεντρικού ήρωα. (Μονάδες 15)  

9) Ποιο ρόλο παίζουν, κατά τη γνώμη σας, τα αλλεπάλληλα ερωτήματα που θέτει ο κεντρικός ήρωας στον εαυτό του τόσο για την ίδια την διαδικασία της αφήγησης όσο και για την κατανόηση της προσωπικότητάς του; (Μονάδες 15) 

10) Ο φαινομενικά ασήμαντος συνειρμός του κεντρικού ήρωα σε κάποιο σημείο της διαδρομής του για τον Νάρκισσο, που κοιτούσε τον εαυτό του στο νερό και τιμωρήθηκε, λειτουργεί ως κάποιο είδος προοικονομίας, που φανερώνει στον αναγνώστη μια  βαθύτερη αλήθεια σε σχέση με τον κεντρικό ήρωα και την κατάστασή του. Να εντοπίσετε σε ποιο σημείο του κειμένου συμβαίνει αυτό, παραθέτοντας και τα σχετικά χωρία. Ποια βαθύτερη αλήθεια σε σχέση με τον κεντρικό ήρωα αντιλαμβάνεστε, που διαψεύδει την εικόνα και την ιδέα που είχε για τον εαυτό του; (Μονάδες 15)

11) Δεδομένου ότι ο κεντρικός ήρωας με βάση τα στοιχεία του κειμένου ανήκει στον κύκλο των πνευματικών ανθρώπων της χώρας του, πώς κρίνετε την αντίδρασή του πριν και μετά την επίθεση που δέχτηκε; Πιστεύετε πως ο ήρωας ανταποκρίνεται ουσιαστικά στο ρόλο, που οφείλει να έχει ένας πνευματικός άνθρωπος;  Εσείς, ποιος πιστεύετε πως πρέπει να είναι ο ρόλος των πνευματικών ανθρώπων στην εποχή μας; (Μονάδες 15)

12) Στο κείμενο γίνονται συχνές αναφορές σε κάποια γυναίκα, τη Μάργια, που συνδέεται συναισθηματικά με τον κεντρικό ήρωα, τον Γκεόργκ, και απ' ό,τι πληροφορούμαστε βρίσκεται στο νοσοκομείο. Φανταστείτε μια επίσκεψη του Γκεόργκ στη Μάργια, στην οποία της διηγείται το περιστατικό της επίθεσης που δέχτηκε. Γράψτε τον μεταξύ τους διάλογο. (Μονάδες 15)

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Ν. ΓΛΩΣΣΑ - ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ - ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ - ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ - ΜΟΝΑΞΙΑ

ΕΝΟΤΗΤΑ: "Σχέσεις Αλληλεπίδρασης"

Κείμενο 1

Φαινόμενα αλλοτρίωσης στην ελληνική κοινωνία

  (1) Σταχυολογώντας από την πλούσια στο θέμα αυτό βιβλιογραφία των κοινωνικών επιστημών μπορούμε να προσδιορίσουμε πέντε πιθανές ερμηνείες του όρου «αλλοτρίωση» ή «αποξένωση». Συγκεκριμένα μπορεί να σημαίνει «αποδυνάμωση» ή «έλλειψη νοημάτων», ακόμη «έλλειψη αρχών ή ανομία», επίσης «απομόνωση ή μοναξιά» και, τελικά, «αποξένωση από τον ίδιο μας τον εαυτό».
   (2) Η αλλοτρίωση ως αποδυνάμωση ξεκίνησε από το έργο του Μαρξ και συνεχίζεται σήμερα. Στη μαρξιστική θεωρία, το εργαζόμενο άτομο αισθάνεται αλλοτριωμένο μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, διότι αποτελεί μια ασήμαντη, για τον επιχειρηματία-καπιταλιστή, μονάδα και δεν του επιτρέπεται να συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων, ακόμα και όταν αυτές αφορούν άμεσα την τύχη και το μέλλον του.
   (3) Η αλλοτρίωση ως κατάσταση όπου το άτομο υποφέρει από έλλειψη νοημάτων αφορά το γεγονός ότι στη σύγχρονη αστικοβιομηχανική κοινωνία το μεμονωμένο άτομο αδυνατεί να κατανοήσει τις γοργά εναλασσόμενες διαδικασίες, να αξιολογήσει και να εκτιμήσει σωστά όσα συμβαίνουν γύρω του.
   (4) Η αλλοτρίωση ως κατάσταση ανομίας ή έλλειψης αρχών πηγάζει από το έργο του Ντιρκέμ. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, η ραγδαία κοινωνική αλλαγή φέρνει το άτομο αντιμέτωπο με καταστάσεις στις οποίες οι ψυχοκοινωνικοί κανόνες του παιχνιδιού έχουν χάσει την ισχύ τους, τα παραδοσιακά πρότυπα συμπεριφοράς έχουν πάψει να καθορίζουν το πλαίσιο των διαπροσωπικών σχέσεων και το άτομο λειτουργεί σε κατάσταση σύγχυσης.
   (5) Η αλλοτρίωση ως απομόνωση ή μοναξιά αναφέρεται στα έντονα συναισθήματα του κατοίκου μιας σύγχρονης αστικοβιομηχανικής μητρόπολης που, αν και περιστοιχίζεται από μυριάδες συνανθρώπους στο χώρο εργασίας, στην πολυκατοικία, στους δρόμους και στα λεωφορεία, αισθάνεται απομονωμένος, υποφέρει από έντονα συναισθήματα μοναξιάς.
   (6) Τελικά, η αλλοτρίωση ως αποξένωση από τον ίδιο μας τον εαυτό ταυτίζεται με την απώλεια του νοήματος της εργασίας μας, καθώς στην παραγωγική διαδικασία το άτομο προσθέτει με το μόχθο της καθημερινής οκτάωρης εργασίας του ένα πολύ μικρό κομμάτι στο τελικό προϊόν που δεν εντοπίζεται εύκολα.
   (7) Η σύγχρονη τεχνολογία μαζικής παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, βασισμένη στην ορθολογιστική κατανομή του ανθρώπινου δυναμικού, των μηχανημάτων παραγωγής και του κεφαλαίου, αφαίρεσε από τον μεμονωμένο εργαζόμενο την άντληση ικανοποίησης από την εργασία, από τη δουλειά του, που συνήθως ερχόταν ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης μιας πράξης, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν χειροπιαστό: ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα βάζο, κάποιο, οποιοδήποτε, χειροπιαστό αντικείμενο...
   (8) Μία από τις περισσότερο δραματικές διαστάσεις της αλλοτρίωσης του σύγχρονου ανθρώπου είναι η γέννηση και η εκδήλωση της ψυχοκοινωνικής απάθειας, δηλαδή της παθητικής αποδοχής του γεγονότος ότι τα μεμονωμένα άτομα αδυνατούμε να επηρεάσουμε τις διαδικασίες που χαρακτηρίζουν το κοινωνικό σύστημα.
   (9) Η απάθεια του Νεοέλληνα -όχι μόνο του κατοίκου της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης αλλά και των μικρών επαρχιακών πόλεων- διαφαίνεται και σε κρούσματα ψυχοκοινωνικής παθολογίας, όπως είναι η αύξηση της απρόσωπης και βάρβαρης μικρομεσαίας εγκληματικότητας, αλλά και η ακραία, δραματική περίπτωση, κατά την οποία κάποιος μοναχικός συγκάτοικος στην πολυκατοικία μας πεθάνει και χρειάζεται να μυρίσει το πτώμα του, για να αντιληφθούμε οι υπόλοιποι -δήθεν γείτονες- ότι για τον άγνωστο αυτό συνάνθρωπό μας έκλεισε η παρένθεση μιας ζωής...
Γιώργος Πιπερόπουλος

(άρθρο στη εφ.Μακεδονία, 28/2/2010)
Ανακτήθηκε από το Διαδίκτυο, Φιλολογικός Ιστότοπος: http://www.filologikos-istotopos.gr/wp-content/uploads/2016/06/fenomena-allotriosis-tis-ellinikis-koinonias-prodromos-ekthesi-g.pdf

  
Κείμενο 2

Αποξένωση από τον Εαυτό

   (1) Η απομόνωση ή η μοναξιά αναφέρεται στα έντονα συναισθήματα κάθε σύγχρονου κατοίκου μεγαλουπόλεων, που μολονότι περιστοιχίζεται καθημερινά από χιλιάδες συνανθρώπους του, στο δρόμο, στα καταστήματα, στο γραφείο και το εργοστάσιο, εξακολουθεί να αισθάνεται απομονωμένος και να υποφέρει από τα γνωστά συναισθήματα της μοναξιάς μέσα στο πλήθος.
   (2) Τελικά η αλλοτρίωση σαν αποξένωση από τον ίδιο μας τον εαυτό ξεκινά από την απώλεια του θεμελιακού κάποτε αισθήματος άντλησης νοήματος από τη δουλειά μας (η μαζική παραγωγή εξαφανίζει την ατομική εισφορά στο τελικό προϊόν) και ολοκληρώνεται με τη ρηχότητα των διαπροσωπικών μας σχέσεων με οικείους, φίλους ή γνωστούς.
   (3) Ένα μόλις βήμα πριν την παθολογική κατάσταση της αλλοτρίωσης το άτομο αρχίζει να δείχνει προβλήματα στη συμπεριφορά του, εμφανίζονται «δυσκολίες» δυσεπίλυτες. Δυσκολία στη δημιουργία εδραίωσης αυθεντικής φιλίας, διατήρηση ενός επιπέδου, επαρκούς ψυχοκοινωνικοοικονομικής αίσθησης «ασφάλειας» και «αυτοπεποίθησης», δυσκολίες στην άντληση ικανοποίησης και «νοημάτων» από τον καθημερινό μας μόχθο.
   (4) Μία από τις πιο δραματικές διαστάσεις εκδήλωσης της αλλοτρίωσης του σύγχρονου αστικοβιομηχανικού ανθρώπου, του σύγχρονου Έλληνα, είναι και η δημιουργία της ψυχοκοινωνικής κατάστασης της «απάθειας», δηλαδή της παθητικής αποδοχής της αδυναμίας του ατόμου να επηρεάσει τις διαδικασίες και τις διεργασίες που απολήγουν στα ψυχοκοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα που ορίζουν, καθορίζουν και αλλοιώνουν τις δομές και τους θεσμούς του κοινωνικού μας συστήματος.
   (5) Η «απάθεια» του σύγχρονου Έλληνα αρχίζει να διαφαίνεται και από καθημερινά κρούσματα κοινωνικοψυχολογικής παθολογίας, όπως π.χ. στην περίπτωση όπου κάποιος «μοναχικός» συνταξιούχος συγκάτοικος στην πολυκατοικία μας πεθαίνει και χρειάζεται να «μυρίσει» το πτώμα του για να γίνει αντιληπτό το τραγικό τέλος της μοναξιάς του.
   (6) Ή ακόμα στην αύξηση της εγκληματικότητας των νέων μας, στην αύξηση του αριθμού και του ρυθμού των διαζυγίων, στην αύξηση της χρήσης ναρκωτικών για «καταστροφική και εφήμερη φυγή από την πραγματικότητα», στην αύξηση των αυτοκτονιών και τη θεαματική αύξηση περιστατικών ψυχοπαθολογίας.
   (7) Η βαθμιαία, αλλά σταθερή άντληση ικανοποίησης και νοήματος από τον καθημερινό μας μόχθο, οδηγεί τα άτομα στην προσπάθεια άντλησης χαράς και νοημάτων από δραστηριότητες της «σχόλης» που οδηγεί δηλαδή το άτομο, την οικογένεια και την ομάδα στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων ελεύθερου χρόνου.
   (8) Η συνειδητοποίηση της αλλοτρίωσης και των μηχανισμών της ίσως είναι το πρώτο βήμα ενάντια στην αποξένωση των ανθρώπων· μια προσπάθεια οικείωσης με τον εαυτό μας και τους άλλους...

Μ. Ιωαννίδου - Κουτσελίνη, «Διαπροσωπικές σχέσεις και αλλοτρίωση», (απόσπασμα από άρθρο δημοσιευμένο στην κυπριακή εφημερίδα Σημερινή). Ανακτήθηκε από το Διαδίκτυο: Docplayer: https://docplayer.gr/56989575-Kritirio-axiologisis-fainomena-allotriosis-stin-elliniki-koinonia.html


 ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

ΘΕΜΑ Α':
1) Nα αποδώσετε συνοπτικά σε ένα κείμενο 80 - 100 λέξεων τις πέντε ερμηνείες του όρου «αλλοτρίωση-αποξένωση» που παραθέτει ο Γιώργος Πιπερόπουλος (Κείμενο 1). (Μονάδες 15)

2) Να συνοψίσετε σε ένα κείμενο 80 - 100 λέξεων τις απόψεις της Μ. Ιωαννίδου - Κουτσελίνη για τις συνέπειες της αλλοτρίωσης στην ελληνική κοινωνία. (Μονάδες 15)

ΘΕΜΑ Β':
1) Για ποιο λόγο, σύμφωνα με τον συγγραφέα του Κειμένου 1, η αλλοτρίωση από την εργασία προκαλεί αρνητικά συναισθήματα στο σύγχρονο άνθρωπο; Να εντοπίσετε τα σχετικά χωρία του κειμένου. (Μονάδες 10)

2) Ποιες είναι οι συνέπειες της ψυχοκοινωνικής απάθειας των ανθρώπων στα σύγχρονα αστικά κέντρα, που επισημαίνει ο Γιώργος Πιπερόπουλος στο Κείμενο 1; (Μονάδες 10)

3) Να ελέγξετε την ορθότητα ή το λάθος των παρακάτω ισχυρισμών σύμφωνα με το Κείμενο 2, σημειώνοντας ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ. Να αιτιολογήσετε κάθε επιλογή σας σε μια σύντομη παράγραφο παραπέμποντας και στο κείμενο. (Μονάδες 5Χ3=15)
α) Το γεγονός ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν αντλεί νόημα από την εργασία του τού δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα.
β) Η αλλοτρίωση δε δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στη συμπεριφορά των σύγχρονων ανθρώπων, γιατί τα αντιμετωπίζουν με τη βοήθεια των φίλων τους.
γ) Η «απάθεια» του σύγχρονου Έλληνα εντοπίζεται μόνο στο χώρο της πολιτικής ζωής.
δ) Οι ακραίες συμπεριφορές που επιδεικνύουν οι σύγχρονοι νέοι οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην «απάθεια» που τους χαρακτηρίζει.
ε) Οι σύγχρονοι άνθρωποι στρέφονται στις δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου για να αντλήσουν την ικανοποίηση που λείπει από την καθημερινότητά τους.

4) Να εντοπίσετε το παράδειγμα που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς και στα δύο Κείμενα για να περιγράψουν την «απάθεια» που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο άνθρωπο. Να εξηγήσετε ποιος είναι ο ρόλος του στην προσπάθεια και των δύο συγγραφέων να πείσουν τους αναγνώστες τους, λαμβάνοντας υπόψη σας και ό,τι γνωρίζετε για τους τρόπους και τα μέσα πειθούς. (Μονάδες 10)

5) Ποιους τρόπους πειθούς χρησιμοποιεί ο Γιώργος Πιπερόπουλος (Κείμενο 1); Να δώσετε ένα παράδειγμα για κάθε περίπτωση. (Μονάδες 15)

6) Να εντοπίσετε τον τρόπο ανάπτυξης της ένατης (9) παραγράφου του Κειμένου 1. Γιατί νομίζετε ότι ο συγγραφέας επέλεξε τον συγκεκριμένο τρόπο;  (Μονάδες 10)

7) «Μία από τις περισσότερο δραματικές διαστάσεις της αλλοτρίωσης του σύγχρονου ανθρώπου είναι η γέννηση και η εκδήλωση της ψυχοκοινωνικής απάθειας, δηλαδή της παθητικής αποδοχής του γεγονότος ότι τα μεμονωμένα άτομα αδυνατούμε να επηρεάσουμε τις διαδικασίες που χαρακτηρίζουν το κοινωνικό σύστημα» (Κείμενο 1) Να σχολιάσετε την επιλογή του α' πληθυντικού προσώπου από τον συγγραφέα στο παραπάνω απόσπασμα. (Μονάδες 10)

8) (Κείμενο 1): Να αιτιολογήσετε τη χρήση:  
α) της διπλής τελείας,  
β) των αποσιωπητικών στη φράση: «που συνήθως ερχόταν ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης μιας πράξης, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν χειροπιαστό: ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα βάζο, κάποιο, οποιοδήποτε, χειροπιαστό αντικείμενο...»
γ) της διπλής παύλας στη φράση: «Η απάθεια του Νεοέλληνα -όχι μόνο του κατοίκου της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης αλλά και των μικρών επαρχιακών πόλεων- διαφαίνεται και σε κρούσματα ψυχοκοινωνικής παθολογίας». (Μονάδες 15)

9) (Κείμενο 1): Για καθεμία από τις υπογραμμισμένες λέξεις να γράψετε δύο προτάσεις ή δύο περιόδους· στη μία να χρησιμοποιείται η λέξη δηλωτικά (κυριολεκτικά) και στην άλλη συνυποδηλωτικά (μεταφορικά). (Μπορείτε να διαφοροποιήσετε τα ουσιαστικά ως προς την πτώση και τον αριθμό, τα επίθετα και τις μετοχές ως προς το γένος την πτώση και τον αριθμό). (Μονάδες 10)
α) «το εργαζόμενο άτομο αισθάνεται αλλοτριωμένο μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, διότι αποτελεί μια ασήμαντη, για τον επιχειρηματία-καπιταλιστή, μονάδα»
β) «το μεμονωμένο άτομο αδυνατεί να κατανοήσει τις γοργά εναλασσόμενες διαδικασίες»
γ) «η ραγδαία κοινωνική αλλαγή»  
δ) «αφαίρεσε από τον μεμονωμένο εργαζόμενο την άντληση ικανοποίησης από την εργασία» 
ε) «για τον άγνωστο αυτό συνάνθρωπό μας έκλεισε η παρένθεση μιας ζωής» 

10) (Κείμενο 2): Να αιτιολογήσετε τη χρήση των εισαγωγικών στις ακόλουθες φράσεις (Μονάδες 15):
α) «Ένα μόλις βήμα πριν την παθολογική κατάσταση της αλλοτρίωσης το άτομο αρχίζει να δείχνει προβλήματα στη συμπεριφορά του, εμφανίζονται «δυσκολίες» δυσεπίλυτες» 
β) «Η «απάθεια» του σύγχρονου Έλληνα αρχίζει να διαφαίνεται και από καθημερινά κρούσματα κοινωνικοψυχολογικής παθολογίας»
γ) «χρειάζεται να «μυρίσει» το πτώμα του» 
δ) για «καταστροφική και εφήμερη φυγή από την πραγματικότητα» 
ε) «από δραστηριότητες της «σχόλης»

11) Να σχολιάσετε τον ρόλο της παρένθεσης στη δεύτερη (2) παράγραφο του Κειμένου 2.  (Μονάδες 10)

12) (Κείμενο 2): Να γράψετε ένα συνώνυμο για καθεμιά από τις παρακάτω υπογραμμισμένες λέξεις, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που έχουν στο κείμενο:  (Μονάδες 10)
α) «Η απομόνωση ή η μοναξιά αναφέρεται στα έντονα συναισθήματα κάθε σύγχρονου κατοίκου μεγαλουπόλεων, που μολονότι περιστοιχίζεται καθημερινά από χιλιάδες συνανθρώπους του...»
β) «...και ολοκληρώνεται με τη ρηχότητα των διαπροσωπικών μας σχέσεων με οικείους, φίλους ή γνωστούς»
γ) «Ένα μόλις βήμα πριν την παθολογική κατάσταση της αλλοτρίωσης το άτομο αρχίζει να δείχνει προβλήματα στη συμπεριφορά του...»
δ) «Μία από τις πιο δραματικές διαστάσεις εκδήλωσης της αλλοτρίωσης του σύγχρονου αστικοβιομηχανικού ανθρώπου...»
ε) «...και τη θεαματική αύξηση περιστατικών ψυχοπαθολογίας...»

13) Να συγκρίνετε το Κείμενο 1 και το Κείμενο 2 ως προς τις θέσεις των δημιουργών τους. Ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές παρατηρείτε; Η απάντησή σας να αναπτυχθεί σε μια παράγραφο 80 - 100 λέξεων με τη μέθοδο της σύγκρισης και της αντίθεσης. (Μονάδες 15) 

ΘΕΜΑ Δ' (ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΛΟΓΟΥ):
Επιχειρηματολογικό κείμενο - άρθρο αναρτημένο στην ιστοσελίδα του σχολείου
Ρόλος: Τελειόφοιτος Λυκείου
Αποδέκτες: Ευρύ κοινό 



ΘΕΜΑ: Ποια φαινόμενα δείχνουν τον βαθμό της αλλοτρίωσης που επικρατεί στις μέρες μας; Με ποιους τρόπους ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να νιώσει μεγαλύτερη ασφάλεια και να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τον περίγυρό του;  Να αξιοποιήσετε στο άρθρο σας στοιχεία από το Κείμενο 1 και το Κείμενο 2 (300 λέξεις). (Μονάδες 30)

 ❋

Επιχειρηματολογικό κείμενο - Φιλική επιστολή
Ρόλος: Τελειόφοιτος Λυκείου

Αποδέκτες: Κάποιος φίλος που ζει στο εξωτερικό



ΘΕΜΑ: Στην πολυκατοικία που μένετε βρίσκεται νεκρός ύστερα από καιρό κάποιος από τους ενοίκους, ο οποίος ζούσε μόνος. Το περιστατικό λαμβάνει αρκετή δημοσιότητα. Στην επιστολή σας περιγράφετε το γεγονός, εκφράζοντας τους προβληματισμούς σας γι' αυτό και για ανάλογα φαινόμενα «απάθειας» στη σύγχρονη κοινωνία (300 λέξεις). (Μονάδες 30)

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ - ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ - ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΕΝΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ - ΣΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑΤΑ

ΕΝΟΤΗΤΑ: "Ανατομία ενός Εγκλήματος"

Κείμενο

Σώματα και χρώματα

   Είχε πια σκοτεινιάσει για καλά. Ένας μοχλός σε κάποιο κεντρικό σημείο ανέβηκε κι αμέσως όλα τα φώτα της πόλεως ανάψαν.
   Η εργάσιμη μέρα στα μαγαζιά ή στα Δημόσια Γραφεία κοίταξε τα ρολόγια της τα καρφωμένα στον τοίχο, χάρηκε, παράτησε στα τραπέζια ανάκατα τα εμπορεύσιμα μέλη της ή τα προς έγκρισιν πεπραγμένα, έκλεισε τις πόρτες στεγανά, κατέβασε τα σιδερένια της βλέφαρα ένα ένα, τα κλείδωσε και ξεχύθηκε στη λεωφόρο.
   Ήταν η ώρα του μεγάλου συνωστισμού. Η τελευταία ώρα της μέρας. Έπειτα αρχίζει η νύχτα, που πολύ λίγοι την υποπτεύονται.
   Τα πεζοδρόμια γέμισαν πέλματα. Με κάλους ξερούς ή κάλους με επιθέματα. Με δάχτυλα κοκαλιάρικα, γαμψά. Με νύχια άκοπα, μαύρα. Προχώρησαν το ‘να πίσω απ’ τ’ άλλο βιαστικά, ηχώντας σκληρά στις τσιμεντένιες πλάκες του πεζοδρομίου, μέχρι που φτάσαν στη διασταύρωση. Μπροστά τους τώρα βρισκόταν η διάβαση. Γραμμές από ασβέστη καθόριζαν την κατεύθυνση.
   Φώτα ηλεκτρικά καθόριζαν τον χρόνο. Τα φώτα ήταν κόκκινα. Ήταν η σειρά των μηχανών. Η σειρά των ανθρώπων είχε περάσει. 
   Τα πρώτα πέλματα σταμάτησαν. Τα επόμενα πλησίασαν ακόμα λίγο, πύκνωσαν, ακούμπησαν τα προηγούμενα και μεταξύ τους, και σταματήσανε κι αυτά. Σε λίγο και τα τέσσερα πεζοδρόμια γέμισαν τη διασταύρωση. Όλοι περίμεναν τα χρώματα τα ευνοϊκά για να περάσουν. Από τους άντρες μερικοί, που αισθανόντουσαν το σώμα τους πολύ βαρύ, λύγιζαν. Άλλοι το είχαν δέσει με λεπτές γραβάτες και το αιωρούσαν. Απ’ τις γυναίκες, όλες οι γυναίκες, δεν ένιωθαν κανένα κίνδυνο. Μόλις είχαν βάψει τα χείλια τους και τα έγλειψαν. Πιο κάτω, σε διάφορες γωνιές, τις περιμένανε οι φίλοι τους, ανυπόμονοι, με σκέλια πρόχειρα πλυμένα.
   Τα αυτοκίνητα κατέβαιναν το δρόμο ορμητικά. Τα καθαρά κορμιά τους έσφυζαν. Οι δυνατές καρδιές τους εκρήγνυνταν κάθε στιγμή. Πολυμέταλλοι θώρακες προσπαθούσαν να τις συγκρατήσουν. Περνούσαν σε αραιωμένη διάταξη καταλαμβάνοντας όλη τη λεωφόρο. Με τις φωτεινές τους λόγχες τεντωμένες μπροστά. Με τις νικέλινες ασπίδες τους υψωμένες. Παρατεταγμένοι αστυνομικοί τους εξασφάλιζαν το δικαίωμα. Ένας μαλακός ασφάλτινος τάπητας τους απάλυνε το δρόμο.  
   Τώρα, πάνω στα πεζοδρόμια, οι άνθρωποι του συνωστισμού, με σηκωμένα φρύδια, απέδιδαν τιμάς. Τα σώματά τους ήταν κολλημένα. Οι καρδιές τους συγχρονίζονταν σύμφωνα με τους όρους μιας Προδιαγραφής. Ανάσαιναν όλοι ομαδικά, με το ρυθμό ενός Πενταετούς Σχεδίου. Άτριχα χέρια εξείχανε από φανέλες Θερμοζάν. Πολλά χωνόντουσαν σε μία τσέπη. Άτριχα πόδια εξείχαν από ίδια σώβρακα. Μπαίνανε το ‘να μέσα στ’ άλλο. Το κατακόρυφο φως των γλόμπων έπεφτε πάνω στα επίπεδα κεφάλια τους και τα ζέσταινε.
   Ένας άρχισε να βήχει, — όλα τα σώματα ταλαντεύτηκαν. Κάποιος ξεχώρισε το χέρι του, το σήκωσε, άπλωσε το μακρύ νύχι του μικρού του δάχτυλου και καθάρισε το αυτί ενός άλλου. Μια γυναίκα έγκυος έμπηξε τις φωνές. Ένας γιατρός από απέναντι της φώναξε τις τελευταίες οδηγίες. Η μπροστινή πλάτη τής έκανε μασάζ στην κοιλιά, το διπλανό λιγδερό μαλλί τής σκούπισε τον ιδρώτα. Σε λίγο ένας γδούπος ακούστηκε. Το πτώμα έπεσε πάνω στα παπούτσια. — Σε κάποιο άλλο πεζοδρόμιο, ο πατέρας χαμογελαστός, δεχότανε τα συχαρίκια.  
   Εν τω μεταξύ τα αυτοκίνητα έφταναν στη διασταύρωση, χωρίζονταν, μισά στρίβαν δεξιά, μισά αριστερά, στον κάθετο δρόμο. Οι φωτεινές τους λόγχες σάρωναν τα κεφάλια στα πεζοδρόμια. Μπαίνανε απ’ τα μάτια, βγαίνανε απ’ απέναντι, τα κεφάλια πέρναγαν μέσα, γλίστραγαν προς τη βάση, ατέλειωτα, το ‘να πίσω απ’ τ’ άλλο. Οι υπόλοιποι στα πεζοδρόμια κούναγαν τα μαντίλια. Τα αυτοκίνητα βάραιναν, οι λόγχες έγερναν μπροστά. Σε κάποια επόμενη στροφή θα παίρναν τα κεφάλια των παιδιών. Μέχρι που να γεμίσουν.
   Επιτέλους, σε μια στιγμή, ανάψανε στη διάβαση τα φώτα που ήταν πράσινα. Τα σηκωμένα φρύδια αμέσως κατέβηκαν, η ανάσα επιταχύνθηκε, τα σώματα κουνήθηκαν, ξεκίνησαν, και μπαίνανε στο ανοιγμένο λούκι, γρήγορα, όσο ήταν καιρός.
   Όμως τότε, έγινε το επεισόδιο. Τα αυτοκίνητα που ερχόντουσαν υπερήφανα, δε βρήκαν λόγο, δε σταμάτησαν, επέσανε με όλο τους το κύρος και τη δύναμη απάνω στους ανθρώπους που πέρναγαν, και τους πατήσαν.
   Σηκώθηκε μεγάλο πανδαιμόνιο. Τα ηλεκτρικά κουδούνια της προκαθορισμένης τάξεως κουδούνισαν, τα μεγάφωνα της τροχαίας έβρισαν, ούρλιαξαν, οι παρατεταγμένοι αστυνομικοί με τις σφυρίχτρες έτρεξαν όρμησαν απλώσανε τα χέρια έσπρωξαν, πίσω όλοι, φώναζαν, έγινε κάποιο λάθος στο σήμα. Οι «όλοι», γύρισαν έντρομοι στα πεζοδρόμια.
   Τα αυτοκίνητα αδιάφορα εξακολουθούσαν να περνούν πάνω απ’ τους πατημένους ανθρώπους. Μερικοί από αυτούς, ανάμεσα σε δυο διαδοχικά πατήματα, ανασηκώναν απ’ τη μέση κι απάνω το σώμα τους, απλώνανε τα χέρια προς το πράσινο σήμα του στύλου κι εκλιπαρούσαν. Ένας, του έταζε μια λαμπάδα χρυσή.
   Το αίμα έτρεξε, έφτασε ως το ρείθρο, ανέβηκε στο στύλο, πέρασε μέσα απ’ τα σήμα, και άρχισε να εκτοξεύεται προς όλες τις διευθύνσεις. Ο δρόμος βάφτηκε κόκκινος, τα αυτοκίνητα βάφτηκαν κόκκινα, οι άνθρωποι στα πεζοδρόμια βάφτηκαν κόκκινοι, ως το κόκαλο, για πρώτη φορά. Η διακόσμηση άρεσε πάρα πολύ, η αρμόδια επιτροπή συνήλθε, απεφάσισε ομόφωνα, κι έδωσε στους πατημένους ανθρώπους το πρώτο βραβείο.
   Έπειτα, η άσφαλτος σιγά σιγά καθάρισε. Και τα σώματα. Και το πράσινο φως επίσης. Τότε οι άνθρωποι πήρανε την απόφαση, είπανε έχουνε δίκιο, κοίταξαν και την ώρα τους —ήταν ακόμη νωρίς για φαΐ—, κατέβηκαν στη διάβαση, δεν πέρασαν απέναντι, στράφηκαν όλοι μαζί κάθετα, κι άρχισαν να βαδίζουν κατά μήκος του δρόμου. Τα αυτοκίνητα είδαν τον όγκο, φρενάρησαν, σβήσαν τις φωτεινές τους λόγχες, διαμαρτυρήθηκαν, μα είμαστε το πράσινο κύμα είπαν. Κι εμείς είμαστε το ανθρώπινο κύμα, τους απάντησαν. Οι αστυνομικοί άρχισαν πάλι να σφυρίζουν με όλη τους τη δύναμη. Μετά οι αναπνοές τους εξαντλήθηκαν, έτρεξαν πίσω στα τμήματα να προμηθευτούν.
   Τα πεζοδρόμια ερημώθηκαν. Το κατακόρυφο φως των γλόμπων έπεφτε στο πλακόστρωτο, σουρνόταν πέρα δώθε, σκεφτότανε, δεν ήξερε τι να υποθέσει.
   Το ανθρώπινο κύμα προχωρούσε τώρα πάνω στο δρόμο μονοκόμματο. Τα σώματα είχανε πια ενωθεί εντελώς, είχανε γίνει ένα σώμα, φαρδύ, πλαδαρό, ασπόνδυλο. Χιλιάδες πόδια βγαίνανε μπροστά, πατάγανε στην άσφαλτο, λυγίζαν, και το μεταφέραν.
   Διάφοροι πήγαιναν και πέρναγαν μες στις λουρίδες ή στους γιακάδες τους σημαιοκόνταρα πολύχρωμα. Άλλοι τους καρφιτσώνανε στα στήθη μεγάλες επιγραφές. Όμιλοι κυριών μοιράζανε ξερή τροφή και χαρτζιλίκι, η μουσική παιάνιζε διαρκώς το «ἅμμες δέ γ’ εἰμές», ένα παιδί τριγύρναγε σκυφτό κάτω απ’ τα πόδια τους και έχωνε στην τσέπη τους την τελευταία εφημερίδα. Αυτοί, γύριζαν το κεφάλι δεξιά κι αριστερά και χαμογέλαγαν στους περιοίκους.
   Κάποιος από ‘ναν κάθετο δρόμο ήρθε τρέχοντας, μπήκε μπροστά κι εβάδιζε κι αυτός με το ρυθμό τους απαγγέλλοντας ποίηση. Απ’ τον επόμενο δρόμο κάποιος άλλος ήρθε, έπεσε πάνω στον πρώτο, τον έσφαξε, κι άρχισε ν’ απαγγέλλει με διαφορετική φωνή την ίδια ποίηση. Έπειτα ήρθαν κι άλλοι πολλοί, δεν είχαν πια το θάρρος να σφαχτούν, σταμάτησαν λοιπόν εκεί μπροστά στη μέση του δρόμου και άρχισαν να φτύνονται και να χτυπιούνται. Την τελευταία στιγμή ένας τους γύρισε, είδε το πλήθος που πλησίαζε έτοιμο να τους πατήσει, ειδοποίησε και τους άλλους, μόλις προλάβανε, τραβήχτηκαν στο πεζοδρόμιο, και συνεχίζουνε εκεί χρόνια πολλά την επίμαχη κουβέντα.
   Το ανθρώπινο κύμα τούς προσπέρασε. Ξεκρέμασε τις αλυσίδες που περιόριζαν τα πεζοδρόμια, —τα πεζοδρόμια επεκτάθηκαν—, εμούντζωσε τις πινακίδες της τροχαίας, έβγαλε τη μεγάλη γλώσσα του στις αντιπροσωπείες που έφταναν με διάφορες προτάσεις συνδιαλλαγής. Οι φίλοι της Πατρίδος ή του Λαού κατέβαιναν στο δρόμο, πλησιάζαν σιγά σιγά, αθόρυβα, στις μύτες των ποδιών, φτάναν τους τελευταίους, τεντώνανε τα χέρια από μακριά, τους χάιδευαν μια δυο φορές την πλάτη, κι έπειτα τρομαγμένοι γύριζαν και τρέχανε, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.
   Ήρθαν οι αντλίες του Δήμου και τους βρέξανε. Άνοιξαν οι καταπακτές των υπονόμων να τους καταπιούνε. Φτάσαν οι αστυνομικοί με νέες σφυρίχτρες και νέες αναπνοές. Όμως εκείνοι προχωρούσαν απτόητοι.
   Πολλοί σήκωναν πότε πότε τα βλέφαρα ή τη φωνή τους να τα ξεμουδιάσουν. Άλλοι γύριζαν πίσω στους επόμενους και λέγανε, μη σπρώχνετε ζώα είσθε; Μερικοί άνοιγαν όπως όπως την εφημερίδα και διάβαζαν το μυθιστόρημα σε συνέχειες.
   Τότε εγώ, απ’ το δωμάτιο μου, τους φώναξα.
   — Στον Ανώτατο Άρχοντα.
   — Ναι, στον Ανώτατο Άρχοντα, είπανε όλοι μαζί και επιτάχυναν το βήμα.
   Αμέσως τα πράγματα γίνανε σοβαρότερα. Ο Ανώτατος Άρχων, από αρχαιοτάτων χρόνων, ήταν πρόσωπο πολύ υπεύθυνο και πολύ σοβαρό. Ο Ανώτατος Άρχων ή το υπεράνω κυμάτων, πρασίνων κυμάτων, ανθρωπίνων κυμάτων και εποχών. Κανείς δεν ενοχλούσε ποτέ τον Ανώτατον Άρχοντα. Ο Ανώτατος Άρχων εσκέπτετο. Ήτανε ξαπλωμένος.
   Τα κόκκινα λοιπόν τηλέφωνα κουδούνισαν, εδόθηκαν οι σχετικές εντολές, όλος ο στρατός κινητοποιήθηκε, βγήκε στους δρόμους, παρατάχτηκε κάθετα, σε διαδοχικές σειρές, με εφ’ όπλου λόγχη.
   Όμως το ανθρώπινο κύμα ήταν πλέον ασυγκράτητο. Έβγαλε τα μαντίλια του και έφτυσε στη λεωφόρο των Ρόδων, τα ξαναέβγαλε και σκούπισε τις μύξες του στη λεωφόρο των Φιλυρών, έπειτα αφού γέμισαν, τα κρέμασε απ’ τα σημαιοκόνταρα για να στεγνώσουν. Στην πλατεία Ελευθερίας κουράστηκε και στάθηκε λίγο να πάρει ανάσα. Μερικοί τότε κοίταξαν πάλι την ώρα τους, είδαν πως ήταν αργά, το φαΐ θα κρύωνε, είπανε καληνύχτα σας κύριοι, και τράβηξαν σπίτι.
   Τα κενά αμέσως συμπληρώθηκαν, νέοι άνθρωποι —που τρέφονταν με κονσέρβες— ήρθαν και μπήκαν. Κάποιος ανέβηκε στην πλάτη του μπροστινού του, κοίταξε γύρω, χαμογέλασε, οι άλλοι ζήλεψαν κι όσοι πρόλαβαν κάναν κι αυτοί το ίδιο, το ανθρώπινο κύμα, με ρυθμική κραυγή «στον Ανώτατο Άρχοντα» και νέα πια μορφή κι οργάνωση, ξεχύθηκε πάλι μπροστά, αποφασισμένο.
   Οι υπόλοιποι δρόμοι στέναξαν, οι τάξεις των στρατευμάτων διαλυθήκαν, τα κυβερνητικά κτίρια έπεσαν.
   Εν τω μεταξύ πολλοί από κείνους που ‘τανε ψηλά, ζαλίζονταν και ξέρναγαν. Τότε οι άλλοι, που τους κουβαλούσαν, βρίσκαν την ευκαιρία τους κατέβαζαν, τους ίσιωναν τις πλάτες τραβώντας με τα χέρια σπρώχνοντας με το γόνατο, κι ανέβαιναν αυτοί τώρα απάνω.
   Το ανθρώπινο κύμα προχώρησε. Πέρ’ απ’ την πόλη, πέρ’ απ’ τη χώρα, πέρα από τον ορίζοντα. Τέλος, βρήκε ένα μνημείο, που ήτο σπήλαιον και λίθος επέκειτο επ’ αυτώ, χώθηκε μέσα κι αποκοιμήθηκε. Μαζί με τον Ανώτατο Άρχοντα. Ευχαριστημένο.

   Τα πράσινα και τα κόκκινα φώτα πίσω στη διασταύρωση άρχισαν πάλι να λειτουργούνε κανονικά. Το λάθος των στύλων διορθώθηκε. Άνθρωποι κι αυτοκίνητα διασταυρωνόντουσαν αρμονικά, χάιδευαν το ‘να τ’ άλλο, τάιζαν το ‘να τ’ άλλο, έτρωγαν το ‘να τ’ άλλο, κι έπειτα πέρναγαν απέναντι. Οι νόμοι της κυκλοφορίας δεν είχαν αλλάξει.  

Τάκης Κουφόπουλος

....................

Βιογραφικό Σημείωμα:
ΤΑΚΗΣ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΣ (1927)


   Ο Τάκης Κουφόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, ορφάνεψε από τα οχτώ του χρόνια και μεγάλωσε σε συγγενικά και φιλικά σπίτια. Σπούδασε στη σχολή πολιτικών μηχανικών του Πολυτεχνείου (αποφοίτησε το 1953) και κατά τη διάρκεια των σπουδών του στρατεύτηκε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός (1949-1951). Εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος ως το 1967 (οπότε παραιτήθηκε αντιδρώντας στο δικτατορικό καθεστώς του Παπαδόπουλου) και από το 1959 ως το 1960 ως πολιτικός μηχανικός στην Περσία. Σήμερα (;) ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως πολιτικός μηχανικός. Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας πήρε μέρος στις αντιστασιακές εκδώσεις 18 Κείμενα και Νέα Κείμενα 1 και 2, ενώ συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό Συνέχεια. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1956 με τη δημοσίευση του αφηγήματος Θητεία στο περιοδικό Νέα Πορεία της Θεσσαλονίκης (;). Παράλληλα πραγματοποίησε δημοσιεύσεις ποιημάτων και τρία χρόνια αργότερα πραγματοποίησε την πρώτη του έκδοση με τη συλλογή πεζών κειμένων Μικρές σύγχρονες ιστορίες. Μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, ο Τάκης Κουφόπουλος τοποθετείται στους έλληνες πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς, με κυρίαρχα στοιχεία της γραφής του την ποιητική διάσταση, την αφαίρεση, την αλληγορία, την υπονόμευση των παραδοσιακών αφηγηματικών δομών, με σταθερό άξονα προσανατολισμού την υπαρξιακή και πολιτική αγωνία του συγγραφέα, η οποία πηγάζει τόσο από τα προσωπικά του βιώματα, όσο και από τη βίωση του αδιεξόδου της ελληνικής κοινωνίας των μεταπολεμικών χρόνων.
1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Τάκη Κουφοόπουλου βλ. Παγανός Γ.Δ., «Τάκης Κουφόπουλος», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67Δ΄, σ.344-356. Αθήνα, Σοκόλης, 1988.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία


• Δέλιος Γιώργος, «Τάκη Κουφόπουλου: Η οδός», Νέα Πορεία102-103 (Θεσσαλονίκη), ετ.Θ΄, 8-9/1963, σ.282-283.
• Κοτζιάς Αλέξανδρος, Μεσημβρινή, 4/1/1963 και Ο Ταχυδρόμος, 17/5/1974 (τώρα και στον τόμο Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Αθήνα, Κέδρος, 1982).
• Παγανός Γ.Δ., «Τάκης Κουφόπουλος», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67Δ’, σ.344-356. Αθήνα, Σοκόλης, 1988.
• Σταματίου Κώστας, Κριτική για τον Απόλογο, Τα Νέα, 31/10/1981.

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

• Μικρές σύγχρονες ιστορίες. 1959.
• Η οδός. 1962.
• Εκδοχές. 1973.
• Απόλογος. 1980. 1. Για αναλυτικότερα εργογραφικά στοιχεία του Τάκη Κουφόπουλου, που περιλαμβάνουν και τα δημοσιεύματά του στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο, βλ. Παγανός Γ.Δ., «Τάκης Κουφόπουλος», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67Δ΄, σ.344-356. Αθήνα, Σοκόλης, 1988.

ΠΗΓΗ: Ε.ΚΕ.ΒΙ.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΘΕΜΑ Γ':
1) Ποιο νομίζετε πως είναι το κεντρικό θέμα που θέτει το διήγημα; Από πού το συμπεραίνετε; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας, παραθέτοντας δύο ενδεικτικά χωρία του κειμένου (100 - 200 λέξεις). (Μονάδες 15)
2) Ποιο είναι το θέμα που, κατά τη γνώμη σας, θίγει το διήγημα του Τάκη Κουφόπουλου; Σας προβλημάτισε σε κάτι; Να γράψετε ένα κείμενο 150 - 200 λέξεων, στο οποίο θα παρουσιάζετε την άποψή σας για το παραπάνω ζήτημα ή για άλλα ζητήματα που, κατά τη γνώμη σας, απορρέουν από αυτό.  (Μονάδες 15)

3) Πώς συνδέεται, κατά τη γνώμη σας, ο τίτλος του διηγήματος «Σώματα και χρώματα» με το περιεχόμενό του; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας, λαμβάνοντας υπόψη και τα αντίστοιχα χωρία του κειμένου (100 - 200 λέξεις). (Μονάδες 15)

4) Βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία της γραφής του Τάκη Κουφόπουλου είναι η ποιητική διάσταση, η αφαίρεση, η αλληγορία, και η υπονόμευση των παραδοσιακών αφηγηματικών δομών. Να αιτιολογήσετε την παραπάνω άποψη με στοιχεία από το διήγημα (100 - 200 λέξεις). (Μονάδες 15)

5) Στο διήγημα δε φαίνεται να ξεχωρίζουν συγκεκριμένοι ήρωες - χαρακτήρες; Τι επιδιώκει μ' αυτή του την επιλογή ο συγγραφέας και πώς σχετίζεται με το θέμα του διηγήματος; Να διατυπώσετε τις απόψεις σας σε ένα κείμενο 100 - 200 λέξεων. (Μονάδες 15) 

6) Ποιος είναι ο ρόλος του αφηγητή στο διήγημα; Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο συγγραφέας επιλέγει αυτό το είδος αφηγητή (100 - 200 λέξεις); (Μονάδες 15)

7) Να εντοπίσετε τα στοιχεία της ειρωνείας που υπάρχουν στο διήγημα και να εξηγήσετε το ρόλο τους. Τι επιδιώκει μ' αυτά ο συγγραφέας (100 - 200 λέξεις); (Μονάδες 15) 

8) Το διήγημα είνα γραμμένο στη δημοτική. Ο Κουφόπουλος, ωστόσο, σε πολλά σημεία του κειμένου χρησιμοποιεί τύπους της καθαρεύουσας. Να τους εντοπίσετε και να αιτιολογήσετε την επιλογή του (100 - 200 λέξεις). (Μονάδες 15) 

9) Τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα και η αντιδικτατορική του δράση κατά την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967 - 1974) χαρακτηρίζουν το έργο του. Μολονότι το ίδιο το κείμενο δε μας παρέχει πληροφορίες για κάποια συγκεκριμένη εποχή και πολιτική - κοινωνική κατάσταση, υπάρχουν στο κείμενο στοιχεία, που να μας επιτρέπουν να το "συνδέσουμε" με τη προαναφερόμενη ιστορική περίοδο; Να αναπτύξετε την άποψή σας σε ένα κείμενο 100 - 200 λέξεων. (Μονάδες 15)

10) Τι επιδιώκει, κατά τη γνώμη σας, ο συγγραφέας με την αντίθεση ανάμεσα στην ατημέλητη, βρώμικη και θλιβερή εμφάνιση των ανθρώπων που συμμετέχουν στην ιστορία και στην "καθαρή" και ρωμαλέα εικόνα που παρουσιάζουν τα αυτοκίνητα - μηχανές (100 - 200 λέξεις); (Μονάδες 15)  

11)  «Όμως τότε, έγινε το επεισόδιο. Τα αυτοκίνητα που ερχόντουσαν υπερήφανα, δε βρήκαν λόγο, δε σταμάτησαν, επέσανε με όλο τους το κύρος και τη δύναμη απάνω στους ανθρώπους που πέρναγαν, και τους πατήσαν.
   Σηκώθηκε μεγάλο πανδαιμόνιο. Τα ηλεκτρικά κουδούνια της προκαθορισμένης τάξεως κουδούνισαν, τα μεγάφωνα της τροχαίας έβρισαν, ούρλιαξαν, οι παρατεταγμένοι αστυνομικοί με τις σφυρίχτρες έτρεξαν όρμησαν απλώσανε τα χέρια έσπρωξαν, πίσω όλοι, φώναζαν, έγινε κάποιο λάθος στο σήμα. Οι «όλοι», γύρισαν έντρομοι στα πεζοδρόμια.
   Τα αυτοκίνητα αδιάφορα εξακολουθούσαν να περνούν πάνω απ’ τους πατημένους ανθρώπους. Μερικοί από αυτούς, ανάμεσα σε δυο διαδοχικά πατήματα, ανασηκώναν απ’ τη μέση κι απάνω το σώμα τους, απλώνανε τα χέρια προς το πράσινο σήμα του στύλου κι εκλιπαρούσαν. Ένας, του έταζε μια λαμπάδα χρυσή.
   Το αίμα έτρεξε, έφτασε ως το ρείθρο, ανέβηκε στο στύλο, πέρασε μέσα απ’ τα σήμα, και άρχισε να εκτοξεύεται προς όλες τις διευθύνσεις. Ο δρόμος βάφτηκε κόκκινος, τα αυτοκίνητα βάφτηκαν κόκκινα, οι άνθρωποι στα πεζοδρόμια βάφτηκαν κόκκινοι, ως το κόκαλο, για πρώτη φορά. Η διακόσμηση άρεσε πάρα πολύ, η αρμόδια επιτροπή συνήλθε, απεφάσισε ομόφωνα, κι έδωσε στους πατημένους ανθρώπους το πρώτο βραβείο». 
Να σχολιάσετε το παραπάνω απόσπασμα του διηγήματος. Σε ποιες σκέψεις και προβληματισμούς σας βάζει για τη ζωή του σύγχονου ανθρώπου; (150 - 200 λέξεις). (Μονάδες 15)

12) Υποθέστε ότι είστε δημοσιογράφος. Γράψτε ένα σύντομο άρθρο - ρεπορτάζ που θα περιγράφει το "επεισόδιο" της προηγούμενης άσκησης (11), χρησιμοποιώντας την αναφορική λειτουργία της γλώσσας. (Μονάδες 15)