Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΝΕΟΤΗΤΑ - ΦΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΕΙΑ - ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

 Ενότητα: Εφηβεία - Νεότητα
 
Κείμενο
 
[Επιστροφή στο σχολείο]
(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Donna Tartt «Η Καρδερίνα»
 
   Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος «Η Καρδερίνα» της Ντόνα Ταρτ, ο Θίο Ντέκερ, στα δεκατρία του επιζεί ως εκ θαύματος από ένα τραγικό συμβάν που του ρημάζει τη ζωή. Χάνει τη μητέρα του και, μένοντας μόνος κι απροστάτευτος στη Νέα Υόρκη, τελικά βρίσκει καταφύγιο στην οικογένεια ενός πλούσιου φίλου. Στο απόσπασμα που ακολουθεί παρακολουθούμε την πρώτη μέρα της επιστροφής του στο σχολείο ύστερα από το τραγικό γεγονός του θανάτου της μητέρας του και τον τρόπο με τον οποίο τον υποδέχονται οι συμμαθητές και ο καλύτερός του φίλος.
 
   [...] Ήξερα ότι θα ήταν φρικτά, και ήταν, από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στον κατάφωτο προθάλαμο και εισέπνευσα την οικεία μυρωδιά του σχολείου: απολυμαντικό με άρωμα λεμόνι και κάτι που θύμιζε ιδρωμένες κάλτσες. Χειρόγραφες ταμπέλες στο διάδρομο: δελτία δήλωσης συμμετοχής σε μαθήματα τένις και μαγειρικής, ημερομηνίες οντισιόν για την παράσταση «Ένα παράξενο ζευγάρι» του Νιλ Σάιμον, ανακοινώσεις για μια εκπαιδευτική εκδρομή στο νησί Έλις και για τη διάθεση των τελευταίων εισιτηρίων για τη συναυλία Swing into Spring -δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι ο κόσμος είχε καταρρεύσει και, παρ' όλα αυτά, αυτές οι γελοίες δραστηριότητες συνεχίζονταν κανονικά.
   Το πιο παράξενο ήταν την τελευταία φορά που είχα βρεθεί σ' αυτό το κτίριο εκείνη ζούσε. Το μυαλό μου ήταν κολλημένο σε αυτή τη σκέψη, που επέμενε να αναδύεται με κάθε καινούρια αφορμή [...]. Μου φαινόταν αδιανόητο να μην μπορώ να ακολουθήσω αυτές τις στιγμές για να επιστρέψω σε έναν κόσμο όπου εκείνη δεν ήταν νεκρή.
   «Λυπάμαι». Το έλεγαν άνθρωποι που ήξερα και άνθρωποι που δε μου είχαν μιλήσει ποτέ πριν. Άλλοι, πάλι, ενώ γελούσαν και φλυαρούσαν στους διαδρόμους, βουβαίνονταν ξαφνικά όταν περνούσα δίπλα τους, ρίχνοντας λυπημένες ή ερωτηματικές ματιές προς το μέρος μου. Και υπήρχαν κι εκείνοι που με αγνοούσαν τελείως, όπως αγνοεί μια αγέλη παιχνιδιάρικων σκυλιών κάποιο άρρωστο ή τραυματισμένο ανάμεσά τους: αποφεύγοντας ακόμα και να με κοιτάξουν, σαχλαμαρίζοντας ή χοροπηδώντας γύρω μου στους διαδρόμους λες και ήμουν αόρατος.
   Ειδικά ο Τομ Κέιμπλ με απέφευγε τόσο επιμελώς όσο αν ήμουν κάποιο κορίτσι που είχε παρατήσει. Δε φάνηκε καθόλου στο μεσημεριανό. Στα Ισπανικά (όπου κατέφτασε με νωθρό βήμα πολλή ώρα μετά την έναρξη του μαθήματος, χάνοντας τη γεμάτη αμηχανία σκηνή όπου άπαντες στριμώχτηκαν γύρω από το θρανίο μου για να μου εκφράσουν τα συλλυπητήριά τους) δεν κάθισε δίπλα μου, όπως συνήθιζε, αλλά σε ένα από τα μπροστινά θρανία, χυμένος στην καρέκλα του, με τα πόδια του τεντωμένα στον πλαϊνό διάδρομο [...].
   Πριν φύγουμε από την τάξη στο τέλος του μαθήματος, φρόντισα να πάω εγώ να τον χαιρετήσω ενώ μάζευε τα βιβλία του.
   «Α, γεια, πώς πάει;» έκανε -απόμακρος, γέρνοντας πίσω και ανασηκώνοντας το φρύδι με ύφος εξυπνάκια. «Τα 'μαθα».
   «Ναι». Έτσι φερόμασταν πάντα, προσπαθώντας να δείχνουμε άνετοι μπροστά στους άλλους, σαν να μην τρέχει τίποτα.
   «Μεγάλη γκαντεμιά. Σπάσιμο».
   «Ευχαριστώ». 
   «Έπρεπε να το παίξεις άρρωστος. Στα 'λεγα εγώ! [...] Ε, ναι, τέλος πάντων», πρόσθεσε μισοανασηκώνοντας τους ώμους [...], κοιτάζοντας πάνω, κοιτάζοντας κάτω, κοιτάζοντας γύρω, με μια έκφραση τύπου Ποιος; Εγώ; σαν να είχε πετάξει χιονόμπαλα με πέτρα μέσα. «Ναι, που λες», συνέχισε με έναν αδιάφορο, πάμε-παρακάτω τόνο. «Τι παίζει με το μασκάρεμα;»
   «Ορίστε;»
   «Λοιπόν» -μικρό βήμα πίσω για να επιτρέψει στο βλέμμα του να ανεβοκατέβει μερικές φορές όλο ειρωνεία στο καρό καμηλό παλτό που φορούσα- «σίγουρη πρώτη θέση στο διαγωνισμό “Βρείτε το σωσία του Πλατ Μπάρμπορ”».
   Και τότε, παρά τη θέλησή μου (ήταν αληθινό σοκ για μένα), έπειτα από μέρες απόλυτης φρίκης και μουδιάσματος, ξέσπασα σε γέλια -ένας εκρηκτικός σπασμός σαν να έπασχα από σύνδρομο Τουρέτ. 
   «Έξοχη κίνηση, Κέιμπλ», απάντησα μιμούμενος την ανυπόφορη συρτή φωνή του Πλατ. Ήμασταν και οι δύο καλοί μίμοι, συχνά κάναμε ολόκληρες συζητήσεις μεταξύ μας μιμούμενοι φωνές άλλων: ηλίθιων εκφωνητών ειδήσεων, γκρινιάρικων κοριτσιών, ανόητων καθηγητών με ταλέντο στο «γλείψιμο». «Αύριο θα έρθω ντυμένος εσύ».
   Αλλά ο Τομ δεν απάντησε στο ίδιο στιλ, ούτε συνέχισε το αστείο. Είχε χάσει το ενδιαφέρον του.
   «Ε... μάλλον όχι», είπε, ανασηκώνοντας βαριεστημένα τον ώμο του και χαμογελώντας ανόρεχτα. «Τα λέμε».
   «Ναι, τα λέμε».
   Είχα τσατιστεί -τι σκάλωμα είχε φάει τώρα; Ωστόσο ήταν μέρος της μαύρης κωμωδίας που συνηθίζαμε να παίζουμε, προς αποκλειστικά δική μας διασκέδαση, το να βρίζουμε και να προσβάλλουμε ο ένας τον άλλον. Και ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι θα ερχόταν να με βρει μετά το μάθημα της Γλώσσας ή θα με προλάβαινε στο δρόμο μετά το σχόλασμα, πλησιάζοντάς με αιφνιδιαστικά από πίσω και κοπανώντας μου το βιβλίο της Άλγεβρας στο κεφάλι. Αλλά δεν το έκανε. Το επόμενο πρωί ούτε καν με κοίταξε όταν του είπα γεια, και η παγερή έκφρασή του όταν πέρασε από δίπλα μου ανοίγοντας δρόμο με τον ώμο του με άφησε στήλη άλατος. Η Λίντι Μάισελ και η Μάντι Κουέιφ στράφηκαν η μια προς την άλλη μπροστά στα ανοιχτά ντουλάπια και αντάλλαξαν ματιές γεμάτες νόημα, χασκογελώντας σοκαρισμένες, σαν να έλεγαν: Θεούλη μου! Δίπλα μου, ο συνεργάτης μου στο εργαστήριο Σαμ Γουαϊνγκάρτεν κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.   
   «Τι μαλάκας!» είπε μεγαλόφωνα, τόσο μεγαλόφωνα, ώστε στράφηκαν όλα τα κεφάλια στο διάδρομο. «Είσαι μεγάλος μαλάκας, Κέιμπλ, το ξέρεις;»
   Αλλά δε μ' ένοιαξε -ή τουλάχιστον δεν πληγώθηκα, ούτε στενοχωρήθηκα. Απλώς έγινα έξαλλος. Η φιλία μου με τον Τομ είχε ανέκαθεν μια άγρια, βίαιη διάσταση, κάτι τρελό και πυρετώδες και κάπως επικίνδυνο, και, παρότι η παλιά καλή υψηλή τάση ήταν ακόμα εκεί, η φορά του ρεύματος είχε αντιστραφεί, με την τάση να βομβίζει προς την αντίθετη κατεύθυνση, έτσι που τώρα, αντί να σαχλαμαρίζω μαζί του στην αίθουσα μελέτης, να θέλω να του χώσω τα μούτρα στη λεκάνη της τουαλέτας, να του εξαρθρώσω τον ώμο, να κοπανήσω τη μούρη του στο πεζοδρόμιο μέχρι να ματώσει, να τον βάλω να φάει σκατά σκύλου και σκουπίδια από το δρόμο. Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο φούντωνε μέσα μου η οργή, κάνοντάς με να κόβω βόλτες  μέσα στο μπάνιο παραμιλώντας. Αν ο Κέιμπλ δε με είχε καρφώσει στον κύριο Μπίμαν («Τώρα πλέον το ξέρω, Θίο, ότι δεν ήταν δικά σου εκείνα τα τσιγάρα»)... αν ο Κέιμπλ δεν είχε γίνει η αιτία  να φάω αποβολή... αν η μαμά μου δεν είχε πάρει άδεια από τη δουλειά της εκείνη τη μέρα... αν δεν βρισκόμασταν στο μουσείο ακριβώς τη λάθος στιγμή... Ακόμα και ο κύριος Μπίμαν είχε απολογηθεί γι' αυτό, κατά κάποιον τρόπο. Εντάξει, υπήρχε θέμα με τους βαθμούς μου (και πολλά άλλα που ο κύριος Μπίμαν δεν ήξερε), αλλά το καταλυτικό γεγονός, το επεισόδιο που είχε γίνει αφορμή να κληθώ σε απολογία με τον κηδεμόνα μου, το μοιραίο σκηνικό με το τσιγάρο στο προαύλιο -ποιος ευθυνόταν γι' αυτό; Ο Κέιμπλ. Δεν είναι ότι ήθελα να μου ζητήσει συγνώμη. Μάλιστα, ούτε καν είχα σκοπό να του κάνω κουβέντα γι' αυτό ποτέ. Μόνο που... τώρα είχα γίνει ξαφνικά παρίας; Ανεπιθύμητο πρόσωπο; Δηλαδή, θα έκανε ότι δε με έβλεπε στο εξής; Ήμουν πιο μικρόσωμος από εκείνον, αλλά όχι πολύ, κι όποτε πετούσε εξυπνάδες στην τάξη -κάτι που δεν μπορούσε να εμποδίσει τον εαυτό του να κάνει- ή με προσπερνούσε στο διάδρομο τρέχοντας με τους καινούριους του κολλητούς, τον Μπίλι Γουάγκνερ και τον Θαντ Ράντολφ (όπως τρέχαμε μαζί κάποτε, πάντα στην τσίτα, ρέποντας προς τον κίνδυνο και την παραφροσύνη), το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν πόσο λαχταρούσα να τον τσακίσω στο ξύλο, με τα κορίτσια να τον περιγελούν καθώς θα οπισθοχωρούσε τρομαγμένος, κλαψουρίζοντας για έλεος: Ωωω, Τομ! Μπου χου χου! Κλάματα είναι αυτά που ακούω; (Βάζοντας τα δυνατά μου να προκαλέσω καβγά, άφησα δήθεν άθελά μου να σκάσει στα μούτρα του η παλινδρομική πόρτα της τουαλέτας, στέλνοντάς τον πάνω στον αυτόματο πωλητή αναψυκτικών, με αποτέλεσμα να πέσουν στο πάτωμα οι περιχυμένες με λιωμένο τυρί τηγανιτές πατάτες του, αλλά, αντί να μου την πέσει, όπως ευχόμουν, μου χαμογέλασε ανόητα και έφυγε χωρίς να πει κουβέντα).
   Δε με απέφευγαν όλοι, φυσικά. Πολλοί συμμαθητές μου μού άφηναν σημειώματα και δωράκια στο ντουλάπι μου (ανάμεσά τους και η Ιζαμπέλα Κούσινγκ και η Μαρτίνα Λίχτμπλαου, τα πιο δημοφιλή κορίτσια της τάξης μου), ενώ ο παλιός μου εχθρός από την πέμπτη δημοτικού, ο Γουίν Τεμπλ, με αιφνιδίασε πλησιάζοντάς με ξαφνικά για να με κλείσει στην τεράστια αγκαλιά του. Αλλά οι περισσότεροι αντιδρούσαν στην παρουσία μου με μια επιφυλακτική, κάπως έντρομη ευγένεια. Δεν ήταν ότι τριγύριζα σφουγγίζοντας τα δάκρυά μου ή ότι φερόμουν παράξενα, κι όμως εκείνοι έκοβαν μαχαίρι τις κουβέντες τους αν καθόμουν μαζί τους στο μεσημεριανό γεύμα. [...]    

Ντόνα Ταρτ
Η Καρδερίνα
(Μετφ. Χριστιάννα Ελ. Σακελλαροπούλου)
Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2014 


...............
Βιογραφικό σημείωμα: 
 
ΝΤΟΝΑ ΤΑΡΤ (DONΝA TARTT) (1963 -)

   Η Ντόνα Ταρτ (Donna Tartt:  23 Δεκεμβρίου 1963) είναι Αμερικανίδα συγγραφέας. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Η μυστική ιστορία (1992), Ο μικρός φίλος (2002) και Η Καρδερίνα (2013). Κέρδισε το WH Smith Literary Award για το βιβλίο Ο μικρός φίλος το 2003 και το Πούλιτζερ Φαντασίας για το βιβλίο Η Καρδερίνα το 2014. Συμπεριλήφθηκε στη λίστα του περιοδικού Time με τους "100 Ανθρώπους με την μεγαλύτερη επιρροή" το 2014. 
 
Πηγή: Wikipedia
 

 ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
 
 ΘΕΜΑ Γ' (Μονάδες 15):

1) Πώς βιώνει ο νεαρός ήρωας - αφηγητής την απώλεια της μητέρας του και πώς αντιδρά απέναντι στις εκδηλώσεις -θετικές και αρνητικές- των συμμαθητών και των φίλων του; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας, λαμβάνοντας υπόψη και τους αντίστοιχους κειμενικούς δείκτες (150 - 200 λέξεις).
 
2) Για ποιους λόγους ο νεαρός ήρωας - αφηγητής θεωρεί δύσκολη την επιστροφή στο σχολικό περιβάλλον ύστερα από το θάνατο της μητέρας του; Τι περιμένει από τον περίγυρο των φίλων και των συμμαθητών του; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας (150 - 200 λέξεις).
 
3) Λαμβάνοντας υπόψη και τα λεγόμενα του ίδιου του αφηγητή, ποια συναισθήματα βιώνει με την επιστροφή του στο σχολείο, ειδικά από τον τρόπο που τον αντιμετωπίζουν οι φίλοι και συμμαθητές του (150 - 200 λέξεις); 
 
4) Ποιο, κατά τη γνώμη σας, είναι το κεντρικό θέμα που θίγει το απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Ντόννα Ταρτ; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με αναφορές σε σχετικά χωρία του κειμένου (150 - 200 λέξεις).
 
5) Ποιο είναι το κύριο θέμα που θίγει η συγγραφέας στο κείμενο; Πώς αναδεικνύεται από την παρουσίαση του νεαρού ήρωα και της κατάστασής του; Πιστεύετε πως η συμπεριφορά του, σε σχέση με τα όσα προσδοκά από τους φίλους και τους συμμαθητές του, είναι δικαιολογημένη (150 - 200 λέξεις);
 
6) Πώς κρίνετε τις αντιδράσεις και τη συμπεριφορά του Τομ Κέιμπλ απέναντι στον Θίο; Σάς φαίνεται δικαιολογημένη ή όχι; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας (150 - 200 λέξεις).
 
7) Είναι δικαιολογημένα ή όχι τα συναισθήματα απογοήτευσης και θυμού που νιώθει ο Θίο για τη συμπεριφορά του Τομ Κέιμπλ; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας, λαμβάνοντας υπόψη και το ρόλο που παίζει η φιλία και οι σχέσεις με τους συνομηλίκους κατά τη διάρκεια της εφηβείας (150 - 200 λέξεις).
 
8) Ποια στοιχεία που χαρακτηρίζουν την «εφηβική φιλία» διακρίνετε στη σχέση του Θίο και του Τομ; Αφού τα επισημάνετε, να σχολιάσετε τη συμπεριφορά του Τομ και τα συναισθήματα του Θίο για τον Τομ εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς. Σας έχει συμβεί κάτι ανάλογο με δικές σας παρέες; Πώς αντιδράσατε σ' αυτή την περίπτωση (150 - 200 λέξεις);
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου