Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ - ΜΟΝΑΞΙΑ ΣΤΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΟΛΕΙΣ - ΒΙΟΙ ΕΛΑΣΣΟΝΕΣ - ΜΟΝΑΞΙΑ

ΕΝΟΤΗΤΑ: "Βίοι Ελάσσονες"

Κείμενο

Μοναξιά 


   Στο ίδιο παγκάκι καθόταν κάθε απόγευμα, πάνω κάτω την ίδια ώρα. Ήταν η ώρα της ημέρας που την μεταμόρφωνε, από μοναχική μεσήλικα, σε χαρούμενο μικρό παιδί. Ούτε τις κρύες μέρες του χειμώνα δεν το έβαζε κάτω. Φορούσε σκουφί και κασκόλ, κούμπωνε όλα τα κουμπιά μέχρι το λαιμό στο πανωφόρι της και περπατούσε ως το παγκάκι της. Παρατηρούσε τους περαστικούς, χαιρετούσε με ευγένεια όσους της έκαναν την τιμή να της ρίξουν μια ματιά. Απέναντι στους κυρίους ήταν σοβαρή, κατέβαζε το βλέμμα στη γη. Στα παιδιά χαμογελούσε και γινόταν φιλική.
   Ήταν η στιγμή, εκείνη η μαγική στιγμούλα του εικοσιτετραώρου που δεν αισθανόταν μόνη. Έλεγε μια λέξη παραπάνω απ όσες μπορούσε να ξεστομίσει όλο το υπόλοιπο της μέρας. Χαμογελούσε γιατί είχε λόγο να χαμογελά. Έβλεπε ανθρώπους γύρω της.
   Η καθημερινότητά της ήταν στερημένη από πρόσωπα και εικόνες. Στο σπίτι της βασίλευε σιωπή. Τα μερόνυχτα ήταν ένας απέραντος ωκεανός μοναξιάς κι εκείνη κολυμπούσε άοκνα σαν το ναυαγό που αναζητούσε στεριά. Κολυμπούσε, κολυμπούσε, μα η ελπίδα της δεν στέρευε. Μόνο όταν κουραζόταν πολύ, τις στιγμές που οι σκέψεις την έπαιρναν και την χτυπούσαν αλύπητα, τότε μόνον, αναλογιζόταν. Κι έρχονταν τότε -στις στιγμές της ανελέητης μοναξιάς- στα χείλη της μερικές λέξεις που έκρυβαν την προσωπική της οδύνη.
   Λέξεις που την έβαζαν να αναμετρηθεί με το προσωπικό της αδιέξοδο. Λέξεις που εκτοξεύονταν σαν από σφεντόνα κι έρχονταν επιθετικά να σκίσουν το κρανίο της στα δύο, να το τραυματίσουν βαριά αλλά όχι θανάσιμα… Όχι θανάσιμα, έτσι ώστε να της δώσουν ξανά μετά την ευκαιρία να σκεφτεί, να ξανασκεφτεί, να κλάψει, να λυπηθεί κι εκεί μέσα στον οδυρμό της να ζητήσει εξιλέωση για όλα τα λάθη της ζωής της.
   Έτσι κάνουν οι λέξεις όταν μεγαλώνεις. Άλλοτε καλοβολεύουν το χρόνο καλοπιάνοντάς τον με κόλπα πονηρά κι άλλοτε τον ξεμπροστιάζουν γιατί φεύγει ανεπιστρεπτί. Κι εκείνος κάθεται εκεί απέναντι. Σε κοιτά και λοιδορεί τις ρωγμές σου, τις απώλειες και τις συνεχείς ταλαντεύσεις ανάμεσα στην τρέλα της νιότης και στο γήρας που πλησιάζει ακάθεκτο.
   Δεν μπορούσε να διακρίνει, δεν ήξερε να απαντήσει εάν αυτή η μεσήλικη μοναξιά της χάριζε κάποιες στιγμές ευτυχίας ή όχι. Από τότε που την είχε εγκαταλείψει εκείνος, η ζωή της έγινε ένας καθημερινός αγώνας. Θυμάται το απροσδόκητο φευγιό του, τη θλίψη της, κι ύστερα τις δυνάμεις που ανακάλυψε που είχε μέσα της. Παρά τις δυσκολίες έμαθε να πορεύεται μόνη, δούλεψε σε διάφορες δουλειές, μεγάλωσε τα παιδιά της κι εκείνα τώρα ακολουθούν το δικό τους δρόμο.
   «Είσαι ανεξάρτητη, δεν σε φοβάμαι εσένα» της έλεγαν οι γύρω της. Μάλλον είχαν δίκιο. Τελικά τα κατάφερε και ήταν ευχαριστημένη γι αυτό. Όμως τώρα; Τα παιδιά της ζούσαν πολύ μακριά για να ελπίζει ότι θα περάσουν να της χτυπήσουν την πόρτα. Μιλούσαν καμιά φορά στο τηλέφωνο και μια-δυο φορές το χρόνο της έκαναν επίσκεψη. Η ομορφιά και τα νιάτα της είχαν κάπου κρυφτεί βαθειά κάπου στο παρελθόν. Οι δυο - τρεις φίλες που ανταγωνιζόταν τον δυναμικό χαρακτήρα που είχε στα νιάτα της, είχαν εξαφανισθεί κι αυτές τα τελευταία χρόνια.
   Στο διπλανό διαμέρισμα ζούσαν στριμωγμένοι ένα τσούρμο ξένοι που όλοι μέρα έλειπαν και δεν τους συναντούσε ποτέ. Ώρες-ώρες αναλογιζόταν τι μπορεί να πέρασαν όλοι τούτοι για να καταφέρουν να φθάσουν στον διπλανό παράδεισο των τεσσάρων τοίχων.
   Ο ζωντοχήρος που ζούσε στον κάτω όροφο πέθανε πέρυσι από εγκεφαλικό. Τα έλεγαν συχνά όταν διασταυρώνονταν στο διάδρομο ή στη σκάλα. Χάθηκε τώρα, κρίμα για τον άνθρωπο αλλά και για την καλημέρα που έμεινε βουβή, χωρίς ήχο. Η ηλικιωμένη που μένει στο ισόγειο βγαίνει σπάνια και δεν έχει όρεξη για κουβέντες. Ο θυρωρός παραιτήθηκε και αναζήτησε την τύχη του σε άλλη γειτονιά γιατί τα χρήματα των ενοίκων δεν έφταναν για να παίρνει κι αυτός κανένα ψίχουλο για τις ώρες που ξεροσταλιάζει στην είσοδο.
   Είχε κάνει πολλά λάθη στη ζωή της, μα τούτη εδώ η μοναξιά δεν της άξιζε. Την έδερνε αλύπητα σαν ξεροβόρι. Ένοιωθε ξεχασμένη κι αναρωτιόταν ποια ήταν τελικά η αληθινή ζωή. Αυτή που ζούσε τώρα, ή η προηγούμενη; Εκείνη η θεριεμένη ευτυχία της αυτονομίας που ακολούθησε την απρόσμενη εγκατάλειψη, εκείνη η καθημερινότητα η γεμάτη προσφορά, δράση και ανεκτίμητες στιγμές που πέρασαν; Άλλωστε και η εκτίμηση τώρα πλέον, μοιάζει κι αυτή με κάτι περαστικό… Σαν να μην εκτιμάται πια εκείνο το κάτι που παρήλθε…
   Σκεφτόταν συχνά κι αναρωτιόταν πού έκανε το λάθος. Όμως πάντα το έλεγε και το πίστευε. Δεν μεγάλωσε τα παιδιά της για να τη γηροκομήσουν. Της κακοφαινόταν βέβαια η απουσία τους, αλλά δεν θέλησε ποτέ να παραδεχθεί ότι χρειάζεται δεκανίκι για να συνεχίσει να ζει. Μπορούσε να ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της με αξιοπρέπεια. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι η αξιοπρεπής μοναξιά της ήταν η καλύτερη παρέα. Η βαθειά της πεποίθηση ότι ήταν μεγάλη πια για έρωτες, ήταν δυναμικά παρούσα στη ζωή της. Όλα οδηγούσαν σε αυτό που τόσα χρόνια είχε μάθει καλά. Στην ψευδαίσθηση της προσωπικής ανεξαρτησίας και της αυτονομίας που όμως τώρα γινόταν τέρας, έτοιμο να την καταπιεί κι ας ήταν κάποτε μια αρχή για την πάλη της επιβίωσης. Θα είχε παλέψει εάν είχε μείνει εντελώς μόνη; Για ποιόν λόγο θα είχε να παλέψει; Και τώρα; Οι σκέψεις αυτές τριγύριζαν στο κεφάλι της.
   «Ίσως δεν γεννιόμαστε μόνοι και δεν είμαστε ποτέ μόνοι» ψιθύρισε.
   «Πώς είπατε;» μια φωνή δίπλα της στο παγκάκι έκοψε τη σιωπή. Κάποιος σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της, είχε ακούσει τους ψιθύρους της.
   «Τίποτε. Συγνώμη δεν είπα κάτι… Απλά σκεφτόμουν» έκανε εκείνη κάπως συνεσταλμένα κι έριξε το βλέμμα στη γη.
   «Πάντως εγώ –εάν θέλετε τη γνώμη μου- πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι μόνος από τη στιγμή που γεννιέται, ως το τέλος» της απάντησε χωρίς να την κοιτά, ο κύριος που καθόταν δίπλα της στο παγκάκι. Φορούσε καπέλο και ένα φθαρμένο γκρι παλτό. Μιλούσε με τόνο ευγενικό, αλλά δεν την κοιτούσε. Είχε το βλέμμα του καρφωμένο ίσια απέναντι, στη λεωφόρο.
   «Είναι ψέματα. Όταν γεννιέται ένα μωρό τόσοι άνθρωποι βρίσκονται γύρω του. Το βοηθάνε. Περιμένουν να αναπνεύσει, να κλάψει… Αυτό αποδεικνύει ότι δεν γεννιέται μόνος κανείς. Ούτε πορεύεται μόνος. Εγώ έχω γείτονες στο απέναντι διαμέρισμα. Είναι κάποιοι ξένοι που ήρθαν εδώ με ελπίδες για ένα νέο ξεκίνημα. Έχω και μια κυρία στο ισόγειο που έχει προβλήματα και δεν μιλά πολύ. Ποιος ξέρει με τι βασανίζεται. Θα ήθελα ίσως να το συζητήσω μαζί της, να το μοιραστούμε. Είχα κι έναν θυρωρό στην πολυκατοικία, αλλά είχε οικογένεια ο δόλιος και χρειαζόταν μια δουλειά για να θρέψει τα παιδιά του…»
   Γύρισε πλάι της. Ο άνδρας με το καπέλο και το γκρι παλτό δεν ήταν πια εκεί. Δεν ήταν πια εκεί γιατί επέλεξε να είναι μόνος.
Μαίρη Σάββα
Ανακτήθηκε από το Διαδίκτυο: Fractalart (2017): https://www.fractalart.gr/monaxia/ 

..........................
Βιογραφικό σημείωμα: 

   Η Μαίρη Σάββα-Ρουμπάτη γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στις γειτονιές της. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και για πολλά χρόνια δούλεψε ως δημοσιογράφος στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο, σε περιοδικά κι εφημερίδες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Της άρεσε πάντοτε να διαβάζει, να ακούει και να λέει ιστορίες. Μαγικές, πολύχρωμες και γκρίζες. Στα ελληνικά, στα γαλλικά, στα αγγλικά και στα ισπανικά. Στα ταξίδια της άκουσε και είπε πολλές ιστορίες. Για να μπορεί να τις λέει και να τις γράφει καλύτερα, πήγε σε σχολείο για παραμυθάδες, γιατί κανείς δε σταματά ποτέ στη ζωή να μαθαίνει. Κι είναι σίγουρη ότι οι καλύτερες ιστορίες είναι αυτές που κάνουν τα ματάκια των τριών παιδιών της και των φίλων τους να σπινθηρίζουν.

Έργα:

(2017) Κόρη στον βυθό, Μίνωας
(2015) Δεν είμαι η αδελφή μου, Μίνωας
(2015) Δεν είμαι η αδελφή μου, Μίνωας
(2013) Τα κρυμμένα σεντούκια του Αλή πασά, Μίνωας
(2011) Κολλημένος με την οθόνη, Ίνδικτος
(2011) Το μαξιλάρι της γνώσης, Επίνοια - Ελληνογερμανική Αγωγή
(2008) Ο κόσμος τρελάθηκε ή ο κόσμος ζεστάθηκε;, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
(2007) Η Άννα και οι καλικάντζαροι, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
Κριτικογραφία:

 Ο θρήνος στην κρύπτη [George Saunders, Λήθη και Λίνκολν], "Fractal", Νοέμβριος 2017
 Πηγή: Βιβλιοnet


 ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΘΕΜΑ Γ':
1) Ποια στοιχεία μάς δίνει το κείμενο για την κεντρική ηρωίδα και τη ζωή της; Η μοναξιά της είναι συνειδητή επιλογή ή μια αναγκαστική κατάσταση; (Μονάδες 15)

2) Ποια ήταν η πορεία της ζωής της κεντρικής ηρωίδας σύμφωνα με το κείμενο; Ποια είναι, δηλαδή, η μικρή της ιστορία; Να απαντήσετε με αναφορά και σε συγκεκριμένα χωρία του κειμένου. (Μονάδες 15)

3) Να παρουσιάσετε τον "μικρόκοσμο" της κεντρικής ηρωίδας, τους ανθρώπους, δηλαδή, που συναναστρέφεται στην καθημερινότητά της στην πολυκατοικία όπου μένει, με αναφορές σε χωρία του κειμένου. Ποια είναι η σχέση της μ' όλους αυτούς τους ανθρώπους;  (Μονάδες 15)

4) Να συγκρίνετε τη στάση του οικογενειακού περιβάλλοντος και των φίλων της κεντρικής ηρωίδας απέναντί της στο παρελθόν και στο παρόν. Ποια διαφορά εντοπίζετε σ' αυτή και πού, κατά τη γνώμη σας, οφείλεται; (Μονάδες 15)

5) Ποια στάση απέναντι στο ζήτημα της μοναξιάς υιοθετεί ο άντρας με τον οποίο η κεντρική ηρωίδα ανταλλάσσει λίγες κουβέντες στο παγκάκι; Είναι παρόμοια με τη δική της ή διαφορετική; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας, παραθέτοντας συγκεκριμένα χωρία του κειμένου. (Μονάδες 15) 

6) Στο κείμενο χρησιμοποιείται συχνά ο έμμεσος εσωτερικός μονόλογος, σύμφωνα με τον οποίο ο αφηγητής ασκεί έλεγχο στη ροή των σκέψεων του ήρωα, σπάνια εξαφανίζεται τελείως, διηγείται σε γ' πρόσωπο αλλά υιοθετεί την οπτική του ήρωα. Να εντοπίσετε στο κείμενο τρία χωρία, όπου χρησιμοποιείται αυτό το είδος εσωτερικού μονολόγου. (Μονάδες 15)

7)  «Έτσι κάνουν οι λέξεις όταν μεγαλώνεις. Άλλοτε καλοβολεύουν το χρόνο καλοπιάνοντάς τον με κόλπα πονηρά κι άλλοτε τον ξεμπροστιάζουν γιατί φεύγει ανεπιστρεπτί. Κι εκείνος κάθεται εκεί απέναντι. Σε κοιτά και λοιδορεί τις ρωγμές σου, τις απώλειες και τις συνεχείς ταλαντεύσεις ανάμεσα στην τρέλα της νιότης και στο γήρας που πλησιάζει ακάθεκτο». 
   Στο παραπάνω χωρίο χρησιμοποιείται το εκφραστικό σχήμα της προσωποποίησης. Ποια πράγματα προσωποποιούνται; Τι, κατά τη γνώμη σας, θέλει να επιτύχει η συγγραφέας μ' αυτό το εκφραστικό σχήμα; (Μονάδες 15)

8) Γιατί, κατά τη γνώμη σας, η συγγραφέας επιλέγει να μη δώσει ονόματα στους ήρωές της; (Μονάδες 15) 


9) Ποιο νομίζετε ότι είναι το κεντρικό θέμα που θέτει το διήγημα; Από πού το συμπεραίνετε; Να επισημάνετε συγκεκριμένα χωρία. (Μονάδες 15) 

10) Ποια συναισθήματα αναφύονται στην ψυχή της ηρωίδας σε σχέση με το ζήτημα της μοναξιάς της; Πώς και με ποια διάθεση αντιμετωπίζει το όλο ζήτημα; (Μονάδες 15) 

11) Ποιο είναι το βασικό θέμα που πραγματεύεται το διήγημα; Λαμβάνοντας υπόψη τη στάση που υιοθετεί  η ηρωίδα, πιστεύετε πως είναι εύκολο άνθρωποι της ηλικίας της σήμερα να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της μοναξιάς; (Μονάδες 15)

12) Για ποιο λόγο, κατά τη γνώμη σας, η συγγραφέας αντιπαραβάλλει τις δύο διαφορετικές στάσεις των ηρώων της (της κεντρικής ηρωίδας και του άντρα με τον οποίο αυτή συνομιλεί στο παγκάκι) απέναντι στο ζήτημα της μοναξιάς; Εσείς με ποια από τις δυο συντάσσεστε; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας. (Μονάδες 15)

13) Υποθέστε πως είστε στη θέση της ηρωίδας. Κάποια στιγμή παίρνετε την απόφαση να χτυπήσετε το κουδούνι των γειτόνων σας στην πολυκατοικία: α) των ξένων που ζούνε στο διπλανό διαμέρισμα ή β) της ηλικιωμένης του ισογείου. Να γράψετε έναν υποθετικό διάλογο ανάμεσα στην ηρωίδα και σε κάποιον από τα πρόσωπα της πρώτης ή της δεύτερης περίπτωσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου